Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2016

#47-






          Γέμισε το φλυτζανάκι του καφέ μέχρι επάνω, λίγο απρόσεκτα γιατί έτρεμαν τα χέρια του. Ο χυμένος καφές έκανε μια μικρή λιμνούλα στο πιατάκι. Έκλεισε τη ροή του υγραερίου και έβαλε το γκαζάκι στη θέση του. Έπειτα, άπλωσε το χέρι να πιάσει το βητέξ για να καθαρίσει τα λερωμένα, πήρε το φλυτζανάκι του καφέ και διέσχισε με αργά και συρτά βήματα τη διαδρομή από το κουζινάκι μέχρι την παλιά πολυθρόνα, που είχε τοποθετήσει μπροστά στην μπαλκονόπορτα.
          Ήταν ένα ηλιόλουστο απόγευμα αλλά ο καιρός είχε πια αλλάξει. Είχαν έρθει τα κρύα. Ο ουρανός ήταν καταγάλανος και καθαρός. Ο ήλιος ήταν κρυμμένος κάπου πίσω από τις πολυκατοικίες αλλά δεν είχε σουρουπώσει. Κατά σημεία, μπορούσε κανείς να διακρίνει πορείες και σχήματα από τα καύσιμα των αεροπλάνων. Ρούφηξε μια χορταστική γουλιά καφέ και πέρασε τη γλώσσα του γρήγορα πάνω από τα μουστάκια του, που είχαν λερώσει από το καϊμάκι. Κοίταξε γύρω του σχεδόν ενοχικά, σα να τον παρακολουθούσε κάποιος και χαζογέλασε παιχνιδιάρικα. Γρήγορα το χαμόγελο έσβησε από το πρόσωπό του και χάθηκε να κοιτάζει την πόλη έξω από το παράθυρο. Είχε περάσει πια καιρός που οι νοσταλγικές σκέψεις δεν τον επισκέπτονταν. Μάλλον δεν τον ενδιέφεραν ούτε οι αλλαγές στο τοπίο γύρω. Για λίγο, βούλιαξε μέσα στα ζεστά του ρούχα και έμεινε εκεί με χαμένο βλέμμα.
          Ξαφνικά, το σώμα του τινάχτηκε απειροελάχιστα και ακούμπησε το φλυτζανάκι του καφέ στο τραπεζάκι δίπλα από την παλιά πολυθρόνα. Ακούστηκε ο κουδουνιστός αλλά κούφιος ήχος της πορσελάνης. Κρατήθηκε από τα μπράτσα της πολυθρόνας για να στηριχτεί και σηκώθηκε αργά και προσεκτικά. Έμεινε για λίγο όρθιος και ακίνητος να κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Έπειτα, έστριψε το σώμα του με μικρά και γρήγορα βήματα και κοίταξε τη βιβλιοθήκη που βρισκόταν τον τοίχο από πίσω του. Έκανε μερικά ακόμη συρτά βήματα για να φτάσει στη βιβλιοθήκη και, όταν έφτασε μπροστά της, κοίταξε ψηλά σε ένα από τα ράφια. Το ένα χέρι γαντζώθηκε από ένα ράφι στο ύψος του στήθους του και το άλλο τεντώθηκε να φτάσει κάτι σε ένα ψηλότερο ράφι. Ταυτόχρονα, προσπάθησε να τεντώσει το σώμα του στηριζόμενος στις μύτες των ποδιών του. Ακούστηκε ένας κούφιος ήχος από κόκκαλα. Έπιασε ένα άλμπουμ με φωτογραφίες και το κατέβασε ενώ χαλάρωσε το σώμα του σε μια ελαφρώς καμπουριασμένη στάση. Έμεινε για λίγο εκεί, κοιτώντας το άλμπουμ.
          Βημάτισε αργά πίσω στην πολυθρόνα, κάθησε και άφησε ξανά το βλέμμα του να χαθεί έξω από το παράθυρο. Άπλωσε το χέρι και έπιασε τα γυαλιά του που στέκονταν στο τραπεζάκι δίπλα στην παλιά πολυθρόνα, λίγο παραπέρα από το φλυτζανάκι του καφέ, τα φόρεσε, άνοιξε το άλμπουμ και άρχισε να το ξεφυλλίζει. Δε στεκόταν πολύ σε κάθε δισέλιδο. Παρατηρούσε τις φωτογραφίες σχετικά γρήγορα αλλά επίμονα. 
          Στάθηκε σε ένα δισέλιδο κοντά στη μέση του άλμπουμ. Παρατηρούσε επίμονα μια φωτογραφία. Έμεινε αρκετή ώρα εκεί, χωρίς να γυρίσει σελίδα. Τα μάτια του υγράνθηκαν, ίσως βούρκωσαν, αλλά κανένα δάκρυ δεν κύλησε. Στο πρόσωπό του εμφανίστηκε ένα πολύ αχνό χαμόγελο. Έσυρε απαλά το χέρι του πάνω στη διαφάνεια που προστάτευε τις φωτογραφίες και απόμεινε εκεί, σαν νεκρό. Συνέχισε να παρατηρεί τη φωτογραφία με την ίδια επιμονή. Κοίταξε το ρολόι του και αμέσως έκανε μια σχεδόν γρήγορη κίνηση να δει προς το διάδρομο που οδηγούσε στην είσοδο του διαμερίσματος. Έμεινε εκεί να κοιτάει με προσμονή το διάδρομο. Του φάνηκε πως άκουσε κλειδιά στην πόρτα. Ήξερε πως πέρασε καιρός που δεν άκουσε κλειδιά να ανοίγουν την πόρτα.
          Έστρεψε αργά το σώμα του προς το άλμπουμ με τις φωτογραφίες. Έβγαλε έναν αθόρυβο κοντό αναστεναγμό, έκλεισε το άλμπουμ και συνέχισε να κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Σουρούπωνε.