Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2013

#16



Για να αποφύγουμε κάθε είδους παρανόησεις θα κάνουμε για αρχή μια συμφωνία. Θα ονομάσουμε το πρόσωπο Αυτός και θα αναφερόμαστε σε αυτό με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα των αντωνυμιών που αναφέρονται στο πρόσωπό του. Σα να λέγεται το όνομά του. Εννοείται και υπονοείται βεβαίως.


          Στρίψαμε στην παλιά εθνική οδό. Άδειοι οι δρόμοι. Οι μοναχικοί δρόμοι της ελληνικής επαρχίας. Συνοδηγός, αφού δεν θέλησα ποτέ να βγάλω δίπλωμα, παρατηρούσα τα φώτα του αυτοκίνητου που φώτιζαν την άσφαλτο. Το ράδιο έπαιζε λαϊκά και ο Λ. Οδηγούσε σιωπηλός. Ανταλλάξαμε πριν λίγο μερικές κουβέντες. Δε μιλάμε γενικά πολύ, δεν χρειάζεται μάλλον, αφού νιώθουμε άνετα μέσα στις μεγάλες σιωπές. Οι μοναχικοί δρόμοι της ελληνικής επαρχίας. Γύρω το σκοτάδι έκρυβε τους χαμηλούς λόφους που στέκονται πάντα δεξιά και αριστερά του δρόμου, μοναχικοί και αυτοί. Αραιά και που περνούσε κανένα αμάξι από το αντίθετο ρέυμα. Σε τέτοια ερημιά μοιάζαμε ξεχασμένοι σαν ξενύχτηδες αυτοί που κινούμασταν στους δρόμους αυτούς, και ας ήταν μόνο οχτώμιση το βράδυ. Παράταιροι.
          Μετά από μια στροφή φάνηκαν στολισμένα σαν χριστουγεννιάτικα τα πελώρια φουγάρα της Δ.Ε.Η και γύρω μικροί οικισμοί, παρείσακτοι σαν στοίβες από παράγκες. Το καυσαέριο μπορούσε κανείς να το διακρίνει γκρι σκούρο να ξερνιέται στον ουρανό αλλά σχεδόν μαγευτικό. Αν και είχαμε κλειστά τα παράθυρα από το αυτοκίνητο, ένιωσα τον αέρα γεμάτο στάχτη και με έπιασε ένα μικρό σφύξιμο στην τραχεία. Ένας κόμπος δέθηκε στο στομάχι. Άρχισα να αναρωτιέμαι πως ζούνε αυτοί οι άνθρωποι στους πρόποδες του τέρατος, λες και η ανάγκη τους έκανε να στοιβάζονται γύρω από τα φουγάρα σαν τενεκεδούπολη και μην έχοντας ευκαιρία να πάρουν μια ανάσα καθαρό αέρα. Παλαιότερα είχα αναρωτηθεί τί μπορεί κανείς να πάθει αν σκαρφαλώσει στην κορυφή ενός φουγάρου και εισπνεύσει όλο αυτό το καυσαέριο εκτός από το να γίνουν κατάμαυρα τα μούτρα μου. Η απάντηση που πήρα ήταν ένα συνεπές πατρικό γαμωσταυρίδι.
          Στην άκρη του δρόμου προσπεράσαμε ένα κουφάρι από ζώο, δύσκολο να πει κανείς τί ζώο ήταν πριν συνθλιβεί. Τα μάτια μου ακολούθησαν την άσπρη διαχωριστική γραμμή στα δεξιά της ασφάλτου περιμένοντας με σιγουριά ότι θα συναντήσουμε και άλλο κουφάρι. Πολύ σύντομα επιβεβαιώθηκα. Μια αλλόκοτη σκέψη ήρθε αμέσως στο μυαλό μου. Η κουβέντα που έκανα το μεσημέρι με μια φίλη ότι περισσότεροι άντρες πεθαίνουν από έμφραγμα, σε αναλογία πέντε άντρες προς μία γυναίκα. Κάπου εκεί ήρθε στο μυαλό μου ο παππούς που πέθανε πριν καιρό από έμφραγμα και δεν το διαχειρίστηκα ποτέ. Κάπου εκεί συνειρμικά μου ήρθε στο μυαλό και η φωνή της γιαγιάς μου που της αρέσει συχνά να ρωτάει “Όταν πεθάνω, θα κλάψεις;”. Αρέσκομαι να μπαίνω συχνά σε μια μελαγχολική διάθεση όταν διασχίζω μοναχικούς δρόμους σε μια εσωτερική συνομιλία με τον εαυτό μου.
          Ήρθε στο μυαλό μου και Αυτός. Άρχισαν να έρχονται εικόνες διάφορες, κυρίως διασκέδασης που στην παρούσα φάση θα ήταν η μόνη λύση να βρισκόμαστε, ή και όχι. Παράλληλα το μάτι μου συναντούσε και άλλα κουφάρια από ζώα σκοτωμένα στην άκρη της ασφάλτου. Πάντα στο μυαλό μου Αυτός, το όνειρο που είδα, το κινητό μου που πνέει τα λοίσθια και με κόπο το κρατάω ζωντανό και δεν το αλλάζω. Στο τέλος πάντα Αυτός σαν κατακλείδα κάθε εικόνας. Βάλτωσα για λίγο σε σκέψεις τέτοιας υφής, με Αυτόν πρωταγωνιστή. Μετά πήρα μια βαθιά ανάσα και ένιωσα όλη τη στάχτη και τη σκόνη του αέρα να συσσωρεύεται στα πνευμόνια μου. Με έπιασε ένας ασθενής βήχας.
- Αποπνίκτική ατμόσφαιρα!
- Και πάλι καθαρά είναι. Το πρωί είχε αέρα και μάζεψε όλο το καυσαέριο. Το καλοκαίρι με τις ζέστες είναι σαν ομίχλη εδώ παντού.
- Με κλειστά παράθυρα και το καταλαβαίνω στον αέρα.
- Ούτε το καλοκαίρι δεν απλώνουν τα ρούχα έξω εδώ. Αφού γίνονται μαύρα από τη στάχτη.
          Πώς οι άνθρωποι κάνουν παιδιά σε αυτόν τον τόπο, σκέφτηκα, και εισπνέουν από βρέφη αυτό τον ακάθαρτο αέρα. Σίγουρα, η περιοχή θα μαστίζεται από καρκίνους και αναπνευστικά, ποιός ξέρει. Βγήκαμε από την έξοδο και στρίψαμε στα φανάρια αριστερά για να μπούμε στην πόλη. Έρημες επαρχιακές πόλεις. Έξω από ένα γήπεδο καμιά δεκαριά ταλαίπωροι αλβανοί επέστρεφαν στα σπίτια τους κουρασμένοι μάλλον από την δουλειά. Στο επόμενο σταυροδρόμι μας έπιασε το φανάρι. Ένα πανό τεντωμένο πάνω σε δύο παλούκια στα αριστερά του δρόμου φανέρωνε τις ανάγκες και τις ελλείψεις της πόλης. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα μοναξιά αλλά και μια περίεργα γλυκιά ικανοποίηση-που με κυρίεψε η μοναξιά; Το φανάρι έγινε πράσινο.
          Συνεχίσαμε το δρόμο μας μέσα στην πόλη. Ο Λ. ήταν ένας πολύ ήρεμος οδηγός και πάντα οδηγούσε σα να σκεφτόταν κάτι, σα να τον κατάπινε μια ονειροπόληση. Το ένα χέρι ήταν στο τιμόνι και το άλλο ακουμπούσε με τον αγκώνα στο κλειστό παράθυρο. Ο αγκώνας με τη σειρά του στήριζε το κεφάλι του.  Ο κεντρικός δρόμος της πόλης δεν ήταν μια ευθεία, όπως συνηθίζεται, αλλά έκανε μικρά ζιγκ-ζαγκ φτιαχτά σα να παίζαμε παιχνίδι. Το διαχωριστικό ανάμεσα στα δύο ρεύματα κυκλοφορίας ήταν γεμάτο μικρούς θάμνους και μικρά συντριβάνια κατά διαστήματα. Περάσαμε την κεντρική πλατεία που ήταν γεμάτη πιτσιρικαρία με ποδήλατα, εφήβους να συναναστρέφονται με ένα υποβόσκον φλερτ και άλλους νυχτερινούς επισκέπτες.
- Τι είναι αυτός ο δρόμος έτσι, σαν παιχνίδι.
- Χαλάσανε το δρόμο να κάνουνε αυτό το πράμα. Μόνο λεφτά να φάνε. Το χαλάσανε για να κάνουνε παμπ.
          Αφήσαμε γρήγορα το κέντρο. Ένας πιτσιρικάς πάνω σε ένα πατίνι ήρθε καταπάνω μας αλλά με μια μανούβρα μας απέφυγε. ο Λ. κάτι πήγε να βρίσει αλλά μάλλον το μετάνιωσε.  Στρίψαμε και πήραμε έναν ερημικό δρόμο που έβγαινε έξω από την πόλη. Κάπου εκεί ήρθε η Λίτσα Διαμάντη στο μυαλό μου που φοράει κλεμμένο ρούχο. Μα εγώ δε φοράω καν κλεμμένο ρούχο. Δεν έχω αγγίξει ακόμη, δε θύμαμαι πότε άγγιξα. Μονάχα αγάπη από ξένη τσέπη προσδωκώ. Πέρα μπροστά ένα και μοναδικό αμάξι προπορευόταν και έστριψε σε έναν παράδρομο. Σκέφτηκα ότι εκεί μάλλον πηγαίνουμε και εμείς. Προσπεράσαμε όμως και συνεχίσαμε ευθεία. Πήραμε τη μικρή ανηφόρα και φτάσαμε στο νοσοκομείο. Σταματήσαμε στην πύλη, η υπάλληλος μας άνοιξε τις μπάρες αφού μας ρώτησε τα απαραίτητα και φτάσαμε στο πάρκινγκ.
          Κρύο. Ο αέρας τώρα μύριζε και καρβουνιά σε τζάκι εκτός από καυσαέριο. Ο Λ. έβγαλε ένα μικρό γρύλισμα για να βγει από το αυτοκίνητο γιατί περάσανε τα χρόνια και κάθε που άλλαζε ο καιρός τον έσφαζε η δεξιά πλευρά του. Ένα σκυλί που άραζε πιο πέρα απάντησε με ένα πνιχτό γάβγισμα και μερικά γρυλίσματα αλλά πολύ γρήγορα επέστρεψε στη φαγούρα του ποδιού του και μας επέτρεψε να περάσουμε απαρατήρητοι. Ο Λ. συνέχισε να περπατάει κουτσαίνοντας προς το νοσοκομείο.
Μας φάγανε οι καλοσύνες και θελήματα όταν ημέστε νέοι.
          Ξεκινήσαμε να ανέβουμε μια μικρή σκαλίτσα για να φτάσουμε εν τέλει στην πόρτα του νοσοκομείου. Μέσα στο σκοτάδι διάκρινα μια αντρική φιγούρα να καπνίζει έξω από την είσοδο. Το μυαλό μου, που τέτοια παιχνίδια του αρέσει να παίζει, σκέφτηκε ότι ήταν Αυτός μιας και η σιλουέτα έμοιαζε απίθανα μαζί Του. Γρήγοροι συνειρμοί στο κεφάλι μου συνέδεσαν όλες τις πληροφορίες που ήξερα και φτιάξανε το παζλ που μου ταίριαζε. Ίσως ήταν τελικά Αυτός, ίσως και να μην ήταν. Διαστολή του χρόνου, μου φάνηκαν ανυπόφορα τα δεκαπέντε βήματα που μας χώριζαν. Ο άντρας-σιλουέτα πέταξε τη γόπα του κάτω και μπήκε στο νοσοκομείο. Από πίσω και εμείς, ο Λ. σέρνοντας το δεξί του πόδι, εγώ φιλοδοξόντας να γευτώ λίγη από την αίσθηση να φοράς κλεμμένο ρούχο. Δεν τον πρόλαβα. Χάθηκε μέσα στους διαδρόμους και αμέσως έσπευσα να θρέψω τις προσδοκίες μου, ότι ήταν Αυτός και δεν έπρεπε να βρεθούμε σήμερα.
          Προχωρήσαμε ίσια στο διάδρομο και ανεβήκαμε τις σκάλες στα αριστερά. Μπήκαμε στην πτέρυγα και πήγαμε στο δωμάτιο απευθείας. Μέσα στο δωμάτιο μύριζε γιαγιαδίλα πιθανά γιατί όντως νοσηλευόταν μια γιαγιά εκεί μέσα. Πολλή ζέστη επίσης. Η θεραπεία είχε πάει καλά και απλά κάποιος θα έμενα μαζί με τον ασθενή το βράδυ για προληπτικούς λόγους πιο πολύ. Οι άλλοι θα επιστρέφαμε σπίτι. Ο ασθενής ήταν ακόμη κάπως θολωμένος από τη νάρκωση και οι γιατροί ήταν ευτυχής άρα όλα αίσια και καλά. Φιληθήκαμε, χαιρετηθήκαμε και ες αύριον.
          Ξανακατεβήκαμε τη σκάλα προς την έξοδο. Μέσα μου ένας κρυφός πόθος, που πάντα έλπιζα να βγει αληθινός, έβραζε ότι θα Τον δω μπροστά μου. Ποτέ δεν έχουν εκπληρωθεί τέτοιοι πόθοι μου γιατί βαθιά μέσα μου ξέρω πάντα ότι είναι ψέμματα ή ότι δεν αντέχω στις μεγάλες συγκινήσεις και καταρρέω. Και δεν θέλω οι άλλοι να με βλέπουν όταν καταρρέω. Ίσως Αυτός θα ήθελα. Δεν ξέρω, δεν απαντώ, δεν επεξεργάζομαι. Βγήκαμε από το νοσοκομείο. Με χτύπησε ο αέρας που μύριζε κρύο και αναμένο τζάκι. Προχωρήσαμε προς το αμάξι, ο Λ. και το τρίτο άτομο μιλούσαν αλλά σχεδόν δεν πρόσεχα τι έλεγαν. Μπήκαμε στο αμάξι και αφήσαμε πίσω μας το νοσοκομείο κορνάροντας μια φορά στην πύλη για καληνύχτα στην υπάλληλο.
          Πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Οι σκέψεις πια μπερδεμένες από την κούραση γίνονταν όλο και πιο ασαφείς. Παρούσες όλες οι εικόνες και Αυτός. Καθώς διασχίζαμε πάλι την πόλη μου φάνηκε πιο ζωντανή, ένεκα που ήταν και Παρασκευή βράδυ. Μέσα σε ένα σουβλαντζίδικο ένας ψηλός παρακμιακός τύπος έψηνε στη τεράστια φουφού κρεατικά και τρεις ρεμπεσκέδες πίνανε ρετσίνες σε ένα τραπεζάκι. Χωρίς να παρατηρήσω άλλες εικόνες φτάσαμε πάλι στην έξοδο της πόλης και μπήκαμε στον ίδιο μοναχικό επαρχιακό δρόμο. Θα περνούσαμε πάλι δίπλα από τα φουγάρα της Δ.Ε.Η, πάλι δίπλα από τα χωριά που έμοιαζαν με τενεκεδούπολη στους πρόποδες του τέρατος, πάλι ξυστά από κουφάρια ζώων που τσαλαπατήθηκαν στην άσφαλτο. Για λίγο θέλησα να δακρύσω χωρίς να το κάνω γιατί το σώμα μου δεν υπάκουε.
          Δεν κατάλαβα πότε φτάσαμε κοντά στο σπίτι. Εν τω μεταξύ σκεφτόμουν συνέχεια Αυτόν. Τις υποκειμενικές και αντικειμενικές συνθήκες που θα έλεγε και η φτωχή πλην τίμια αλλά σπουδαγμένη μάνα μου. Φτάσαμε επιτέλους και παρκάραμε, βοήθησα τον Λ. να βγεί από το αμάξι και μπήκαμε στο σπίτι. Ζέστη μέσα, απότομα χειμώνιασε έξω από τη μια ώρα στην άλλη. Το τρίτο πρόσωπο έβγαλε μια κατσαρόλα σούπα από το ψυγείο και την έβαλε να ζεσταίνεται. Τραβιέται το ζεστό με τέτοιο κρύο. Φάγαμε τη σούπα, μερικές ελιές και ωραίο ψωμί μαύρο από τον φούρναρη-πολύ ωραίος ο φούρναρης, τον θυμάμαι στα καρναβάλια που είχε πιεί λίγο παραπάνω και ήταν μέσα στο κέφι, έτριψα τον Λ. με βιξ και ο καθένας ακροβολίστηκε στο μέρος του. Όταν ήρθε η ώρα μου και εμένα έβαλα ένα ποτήρι τσίπουρο χωρίς, άναψα τρία ρεσώ, μίλησα με τον Μ. να πιούμε ένα ρημαδοκαφέ την επομένη και κάθισα να αναλογίζομαι τους μοναχικούς δρόμους της ελληνικής επαρχίας, Αυτόν και ό, τι Τον περιτριγυρίζει, τη φουκαριάρα τη μάνα μου που και αυτή ταλανιζότανε από τα δικά της-ημιομοζώδια γαρ-και κάπου εκεί βυθίστηκα σε ένα γλυκό λήθαργο.


Κάπου μέσα στο λήθαργο μου ένιωσα μια ανάσα στο αυτί μου και μια ζεστή βραχνή φωνή να λέει ότι "μην υποφέρεις γιατί το ξέρεις ότι αν να Τον αγαπάς δεν έπρεπε...".-