Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013

#14


κάθε βήμα
και μια γόπα

κάθε γόπα
και δυό χείλη

κάθε δυό χείλη
και μια επαφή

κάθε επαφή
και ένα μυστικό

κάθε μυστικό
και ένας ένοχος

κάθε ένοχος
και ένα θύμα

κάθε θύμα
και ένας θύτης

κάθε θύτης
και ένα έγκλημα

κάθε έγκλημα
και ένας έρωτας

κάθε έρωτας
και ένα φιλί

κάθε φιλί
και ένα τσιγάρο

κάθε τσιγάρο
και ένας δρόμος

καθε δρόμος
και ένα τσιγάρο

κάθε τσιγάρο
και ένα φιλί

κάθε φιλί
και ένας έρωτας

κάθε έρωτας
και ένα έγκλημα

κάθε έγκλημα
και ένας θύτης

κάθε θύτης
και ένα θύμα

κάθε θύμα
και ένας ένοχος

κάθε ένοχος
και ένα μυστικό

κάθε μυστικό
και μια επαφή

κάθε επαφή
και δυο χείλη

κάθε δυο χείλη
και μια γόπα

κάθε γόπα
και ένα βήμα

εσύ;





Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013

#13- (σκηνές της πόλης vol. 3)


νύχτωσε
έβαλε πάλι της γόβες της
και βγήκε στο δρόμο
μόνη
περπάτησε μερικά μέτρα
να δει προς τα πού φυσάει ο άνεμος
όταν ξαφνικά
ένας ανατριχιαστικός θόρυβος
μια διαπεραστική αίσθηση
έκανε τις γόβες της να σταματήσουν

κοίταξε κάτω
παντού θραύσματα από γυαλί
σκέπαζαν το δρόμο
ενστικτωδώς κοίταξε τον ουρανό
περιμένοντας να δει πως το στερέωμα γκρεμίστηκε
δεν ήταν το στερέωμα
δεν αναρωτήθηκε
κοντοστάθηκε όμως
χάθηκε για λίγο στις σκέψεις της
κοιτάζοντας από μακριά το φανάρι στο σταυροδρόμι
που διευθετούσε αδιάκοπα
μια κυκλοφορία ανύπαρκτη

έβγαλε τις γόβες της
και άρχισε να περπατά πάνω στα γυαλιά
ξυπόλητη και μόνη
γυμνή

η αίσθηση στις πατούσες τις αφόρητη
στα πρώτα δέκα βήματα
το πρόσωπό της πήρε την έκφραση του πόνου
μετά δεν ένιωσε τίποτα
ολομόναχη περπατώντας
ένιωσε βλέμματα να την κοιτούν βλοσυρά
πίσω από τα κλειστά παντζούρια των πολυκατοικιών
να την κοιτούν και να πλησιάζουν ασφυκτικά πάνω της
γρήγορα συνειδητοποίησε τα εμπόδια
ότι τα βλέμματα αυτά δεν την αγγίζουν
πώς άλλωστε πίσω από τζάμια
μέσα από γρίλιες
ανάμεσα από κάγκελα
πηδώντας ορόφους

έφτασε στο σταυροδρόμι
στη βάση των φαναριών
ένα παιδί μαυριδερό και άπλυτο
αφυδατωμένο και λεπτό σαν πέτσα
προσπαθούσε μάταια να σύρει ένα καρότσι
μια σκιά ενός παιδιού
τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν
σιωπή
ένας αέρας φύσηξε
ακούστηκε ο κρυστάλλινος θόρυβος
αμέτρητα γυάλινα θραύσματα
που τα παράσερνε ο αέρας
το παιδί παράτησε το καρότσι
κοίταξε τριγύρω του σα να ψάχνει κάτι
έπειτα κινήθηκε αργά προς μια μεριά
σήκωσε μια παρατημένη ψάθινη σκούπα
και την έδωσε στη γυναίκα
τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν
σιωπή

άρχισε να σκουπίζει τα γυαλιά
να τα μαζεύει στην άκρη του δρόμου σε σωρούς
μαζί να έρχεται και ο κρυστάλλινος θόρυβος
αμέτρητα γυάλινα θραύσματα
αμέτρητοι δρόμοι
να σκουπίζει θραύσματα
όλη τη νύχτα

το παιδί εν τω μεταξύ έφυγε
βρήκε δύναμη και ρέγουλα
να τσουλάει το καρότσι του
να βρίσκει το μονοπάτι του
σε λίγο τελείωνε και αυτή με το σκούπισμα
σε λίγο ξημέρωνε
ακούστηκε από μακριά ο ήχος του  φορτηγού ανακύκλωσης
που περνούσε από τους άδειους δρόμους
να μαζεύει τους σωρούς από θραύσματα
ήταν η ώρα να γυρίσει στο σπίτι
φορτηγό ανακύκλωσης
δεν απελπίστηκε
γύρισε πίσω στο δρόμο να βρει τις γόβες της
να βάλει τα ματωμένα πόδια της μέσα στις γόβες της
ήξερε πια τώρα πώς σκουπίζονται τα θραύσματα
ήξερε ποιά είναι η αίσθηση να βάζει τα ματωμένα πόδια της μέσα στις γόβες
τις φόρεσε και πήρε το δρόμο για το σπίτι

ξημέρωσε
μόλις μπήκε στο σπίτι της
έβγαλε τις γόβες της
περιποιήθηκε τις ταλαιπωρημένες πατούσες της
έβαλε το γνωστό νυχτικό της
ξάπλωσε στο κρεβάτι
η σκέψη της πήγε για λίγο στο παιδί
ποιά κατεύθυνση πήρε
ποιό ήταν το μονοπάτι του
τί είχε στοιβαγμένο μέσα στο καρότσι του

δεν αναρωτήθηκε πολύ
είδε έξω τον ήλιο να ξεπροβάλλει πάνω από την πόλη
και έκλεισε τα μάτια της να ξεκουραστεί










Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013

#12- (χαϊ-χου από εποχές ανύπαρκτες vol. 4)


*

μανάρι βάλ' τα ρούζια σου
βουτιά μες τα καρπούζια σου



**

μη διστάσεις να μπεις

αλλά
αν σφηνώσεις
τραβήξου



***

όταν το γυαλό συναντήσεις
να 'σαι σίγουρος ότι στραβά αρμένισες



***'

όταν το γυαλό συναντήσεις
να 'σαι σίγουρος ότι πατώνεις



***''

τους Λαιστυγόνες και τους Κύκλωπες
να μην τους ντολμάδες



****

Ζυγίζονται τ' αγγούρια;



*****

παρακοιμήθηκα στη σκιά
ξύπνησα στον ήλιο

κωλομέρι τίγκα στην αγελαδίτσα



******

ενός ψέμματος μύρια έπονται
μιας αλήθειας μύριες έπονται
κάντε σεξ όχι διάλογο



*******

Να ζει κανείς ή ναζί και να μην ζει;



********

Πάσχο απώ τω σοίνδρωμω του Μαισήα

Ύμε ω Μαισοία







Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

#9- (ιστορίες για αγρίους)

...


- Αυτό περίπου είναι, τα δικά σου ακόμη πιο ψηλά είναι, που έχω εγώ την τραπαρία στο...
- Ναι...
- ...στο σαλόνι...
- ...πιο ψηλό είναι...
- ...πιο ψηλό είναι, μ'αρέσουν μονά, πιο ωραία είναι...
- Αυτό λέω, τις τραπαριες τότε τι ήθελα και τις έκανα...
- Πού ξέρω γω...
- ...και, και είναι ωραίες.
- Κουρτίνα δεν είναι; Ένα φύλλο είναι;
- Ένα φύλλο είναι εδώ και ένα φύλλο είναι εκεί.
- Ίδια είναι;
- Ίδια είναι.
- Σ'ένα παράθυρο ταιριάζουν.
- Εσένα. Αλλά σε ποιό να το βάλεις;
- Κρεβατοκάμαρα.
- Η κρεβατοκάμαρά μου μια χαρά κουρτίνα έχει. Μ'αρέσει έτσι...
- Ωραία είναι.
- Άστ' ας βρίσκονται, καμιά φορά δεν ξέρεις τι γίνεται...
- Επιπλέον πλύσιμο και σιδέρωμα είναι...
- Επιπλέον, και σκοτεινιάζει...Έπειτα, μια φορά, ξέρεις, έχει εδώ και τρία χρόνια που δεν τα σηκώνω. Και εκείνο, πώς έγινε, καλοκαίρι ήταν, ετοιμαζόμουν, έκανα δουλειές για το καλοκαίρι και κατέβασα τις κουρτίνες να τις πλένω και λέω "τις τραπαρίες γιατί να τις βάλω; όλη μέρα τα παράθυρα είναι ανοιχτά".
- Ιδίως το καλοκαίρι...
- Όλα, ναι. Εμείς κι αυτό είναι ανοιχτό, όλα, τα πάντα.
- Τι καλά εσένα, πέρνα το στο αυτό και άστο, ε;
- Πού;
- Πού τα περνάς αυτά;
- Όχι, έχει...
- Γαντζάκια;
- ...γαντζάκια, τα οποία είναι αυτά, είναι ραμμένα πάνω...
- Ναι;
- Με τα γαντζάκια το πλένω, και μετά εκεί ανάμεσα, ξες...ξες τι εύκολα που μπαίνουν οι κουρτίνες; Δεν σκέφτομαι πια κουρτίνες καθόλου. Εκεί ανάμεσα ένα-ένα γαντζάκι, τκ-τκ-τκ-τκ-τκ, αμέσως περνάνε.
- Α, είναι αυτό;...έχει μέσα...
- Έχει μέσα αυτό και περνάει αμέσως.
- Μάλιστα.
- Οι τραπαρίες, όμως, περνάνε μέσα σ' εκείνα τα θηλικάκια...
- Α, ναι...
- Αλλά κι εκείνα μπαίνουν εύκολα. Δεν τα βγάζω ούτ' εκείνα και τα πλένω μ' εκείνα μαζί...και ούτε και τα σιδερώνω αυτά...
- Ε, το χρόνο μια φορά...
- Τραπαρίες κακώς κάνουμε στα σπίτια. Τέλος πάντων, ωραίες κουρτίνες είναι κι εκείνες. Εάν είχα έν' ακόμη μεγάλο φύλλο, θα μπορούσα να τα άλλαζα δηλαδή να έβαζα ένα εδώ κι ένα...
- Το ίδιο δε βρίσκεις;...τώρα βάζουνε ένα άλλο χρώμα-ένα άλλο χρώμα...Όχι, εγώ βάζω τ' αυτά, και τι να τα κά', τα έχουμε...Ας παν να κάνουν, τα πλεκτά μ'αρέσουνε...
- Όμορφα είναι, γιατί τι;
- Εκεί που θα κατεβάσω, να το πλένω, να το βάλω, 'στε κρεμάω το άλλο...Την Κωκώνα είπα "Αυτό πρέπει, το χειμώνα πάρε και αυτά που σβήσανε κέντησέ τα μου.
- Καλέ, εκείνο το αυτό, που η Κωκώνα το κέντησε...
- ...τραπεζομάντηλο;
- Ναι, ναι...το γύρω-γύρω τι να το κάνω, σκέφτηκα, και το έχω κι έξω κιόλας...
- Δε ράβουνε ραμμένο;
- Είναι αυτό περασμένο...


...


- Αυτό έχει...Και είναι, κι έχουμε ένα αυτό, επίσης...στη Συμέλα τα είχε κάνει δύο καρεδάκια.
- Α, δεν ειν', είναι...
- Κατάλαβες;
- Σε κοπτοράπτη είναι.
- Τί να κάνουμε εδώ για να μπορούμε να το στρώσουμε; Δε θέλω ούτε δαντέλες, ούτε τίποτα. Ένα απλό γαζί, κάτι...
- ...μονό...(σιωπή)...και τις γωνίες τις έχει κάνει...κάπως...
- Κι άμα το στρώσουμε έτσι, τι, πειράζει;
- Ε, θέλει...γααα...αν δεν θέλει...
- Ναι, λέω, και αν το στρώσουμε έτσι, τι πειράζει;
- Και ότι γίνει, πρέπει...και δαντέλα και να βάλεις...
- Όχι, δε θέλω...
- ...πάλι πρέπει να το ράψεις...
- ...έν' απλό γαζί.
- Να το κάνουμε, άμα γαζώνει αυτό...πρώτα ένα τρύπωμα θέλει...γιατί τώρα είναι κοπτοράπτη και δε ξεφτάει αυτό. Δε 'ν' ανάγκη να διπλώσεις...μέσα. Με κατάλαβες;...Και ωραία χρώματα έχει.
- Άμα δε ξεφτάει, το πλένω και το στρώνω έτσι πως είναι και τέλος.
- Όχι, έτσι πως είναι, δε...ένα γαζί θέλει...να, έτσι...γαζί και...ωραία χρώματα έχει...Μπράβο την Κωκώνη.
- Και τον καρέ που έκανε, και 'κείνο είν' ωραίο.
- Και 'γω εχω έναν καρέ...μέσα δεν έχει τίποτα;
- Πώς δεν έχει, καλέ;
- Μόνο γύρω-γύρω είναι;
- Όχι...δεν το...
- ...θα το γαζώσουμε...Ααα...
- Εεε;
- Ωωω, ναι...
- Είναι όμορφο.
- ...πολύ όμορφο...το έχει πολύ ωραία χρώματα και ταιριάζουνε με τα χαλιά σου. Θέλει γαζί, ένα πλύσιμο και...
- ...και στρώσιμο...
- ...σιδέρωμα...ε, ας το κάνουμε αύριο.
- Πού 'α το κάνεις αύριο;
- ...αν γαζών' η μηχανή...να το τρυπώ'...πρώτα τρύπωμα, για να γίνει ίσιο, θέλει να το τρυπώσουμε. Δεν ξέρω η μηχανή σου αν γαζώνει. Αν δε γαζώνει, να το πάρω να το γαζώσω στο χωρίο.
- Και έχω και το αυτό. Και εκείνο είναι όμορφο..αλλά...
- Τι;
- ...και δεν ξέρω και κανέναν εδω γύρω να τα δώσουμε...
- ...έτσι θέλει...μάλιστα...Φέρε να το πάω με την ησυχία μου στο χωριό να το κάνω...Μ'αρέσουν τα πολύ ωραία χρώματα έχει...
- Ναι, έχει ωραία.
- Ένα ατμοσίδερο θέλει...


...


- Εκείνο δε μπόρεσα ποτέ να καταλάβω, η Κωκώνη μ' εκείν' τα μάτια πώς τα 'κανε.
- Δαντελίτσα ψιλό, δε θέλεις;
- Όχι, όχι δε θέλω...
- ...να, έτσι...Και αυτό εκείνη το κέντησε;
- Ναι, καλέ!
- Σώπα βρε!
- Κοίτα, αυτό είναι έτοιμο.
- Σώπα βρε! Μπράβο την Κωκώνη...
- Το γύρισε κιόλας. Η Κωκώνη το γύρισε.
- Α, είναι γυρισμένο;
- Ναι, ναι, νάτο. Κοίτα...
- Μμμ...και αυτό θέλει γαζί όμως.
- Μ'ένα ραμμένο είναι;
- Εγώ νομίζω είναι ραμμένο στο χέρι.
- Ραμμένο είναι, αλλά τώρα δεν είναι γυρισμένο από 'δω.
- Α, μπορεί. Αυτή, φαίνεται, πριν το ξεκινήσει, το γύρισε από 'δω...
- ...για να μη ξεφτύσει, ναι...
- ...για να μη ξεφτύσει, ναι...
- Καλέ, τι ωραία πράματα έκανε...
- Και αυτό!
- Τώρα να τη δείξω και να την πω...
- Και αυτό, η Κωκώνη μου τα 'κανε.
- ...και να την πω "Κωκώνη, θέλεις σκέδια;"...Μπράβο της.
- Στην αρχή νόμιζε ότι την πήγα αυτό, μικρό και μου λέει "'κείνο μικρό είναι, φέρε μου άλλα".
- Ωραία στο 'χει κανει. Αυτό θέλει ράψιμο όλο.
- Ναι.
- Άστο να το πάρω να το κάνω...
- Εγώ λέω ένα γαζί όλα και, μην τα...ούτε δαντέλες, ούτε τίποτα. Αυτά τα δύο υποτίθεται θα τα έδινα στη Συμέλα.
- Κι εκείνο ωραίο είναι. Μπράβο την Κωκώνη...με τα στραβά τα δάχτυλά της...
- Μα, τί στραβά δάχτυλα...και τα μάτια...
- Βρε, εκείνη βλέπει καλά...
- Η Κωκώνη τα 'κανε αυτά.
- Πότε τα 'κανε;
- Τώρα και συ...
- Ολόκληρο τραπεζομάντηλο...
- Πριν παντρευτεί η Συμέλα...
- Θα πάρω και θα της πω "αν θέλεις σκέδιο"...
- Ποιά Κωκώνη, καλέ;
- Μία είναι η Κωκώνη στο Χερσο!
- Η γειτόνισσά μας.
- Α, πριν παντρευτεί ποιός;
- Βρε, η Κωκώνη τα έκανε!
- Η Συμέλα! Αλλα αυτό το είχε κάνει για μένα. "Φέρε να σε κάνω ένα τραπεζομάντηλο, φέρε, φέρε, φέρε..."...
- Πάντα με λέει "Ολ'τ'ς επήκα έναν τραπεζομάντηλο, την Πελαγία κι επήκα"..." Αμάν, Κωκώνη", λέω, "άσε μας"...Βάλτο σε μιά...άστο να το πάρω μαζί μου με την ησυχία μου...Να περνάει και η ώρα μου.
- Τί να περνάει η ώρα σου;
- Αλλά, αύριο θα δοκιμάσω τη μηχανή να δω πώς κάνει...
- Αυτή εδώ;...Η μηχανή καλά γαζώνει. Μήπως θέλει από κάτω...το λάστιχο της...μήπως είναι λασκαρισμένο, γιατί έχει ένα σύρμα που κρατάει το πετσί έτσι...
- Ναι, αλλά εκείνο φαίνεται. Άμα είναι λασκαρισμένο, δε γυρνάει...η ρόδα.
- Ναι. Γιατί έχω ράψει εγώ μ'αυτό...
- Άστα έξω. Τα παίρνω μαζί μου. Η δικιά μου η μηχανή κάπου σουφρώνει.
- Αυτό τώρα είναι λάσκα...λάσκα...είναι λάσκα...γιατί πόσο καιρό έχει η μάνα μου να το κάνει. Εγώ μόνος μπορώ να το μαζέψω, άμα χρειαστεί.
- Εγώ μπορεί να το φορτώσω και στην αυτηνα...
- Ποιό;
- Είναι αυτή, γαζώνει όμορφα. Στου Φωκά τη γυναίκα. Με κάνει και τις γωνίες όμορφα.
- Ναι καλέ. Ένα απλό γαζί, να μπορούμε να τα στρώνουμε.
- Θα το δώσω σε 'κείνη....ναι, θέλουνε...τώρα δεν ξέρω, μου φαίνεται...για κάποιο, πρέπει κάπου ψιλή δαντελίτσα να έχω.
- Όχι, βρε. Άσε...
- Και τα τρία, το ένα πιο ωραίο απ' το άλλο είναι. Αυτό παίζει να το στρώσεις το χειμώνα εδώ; Θα το δώσω την αυτή να μου το κάνει...Ίσιο γαζί να κάνει...Όπως είναι στα ριχτάρια, οι γωνίες δεν έρχεται έτσι;....Αυτά...τι κάνουμε...τώρα ο ύπνος μου έφυγε. Πώς θα κοιμηθούμε απόψε;


...






Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2013

#8- (χαϊ-χου από εποχές ανύπαρκτες vol. 3)

*

του Κίτσου η μάνα κάθουνταν
και κάθουνταν
και κάθουνταν
και κάθουνταν
και κάθουνταν
και κάθουνταν
...............................................................



**

γιατί ποτέ το αυτό δεν είναι



***

(καβάφης)

αν θες πραγματικά να φτασεις στην Ιθάκη
πάρε τον εύκολο δρόμο


***'

αν θες τον δρόμο
προφασίσου μιαν Ιθάκη



***''

αν σημασία για σένα έχει ο δρόμος
πάρε δρόμο



***'''

πήρα δρόμο και δρομάκι
για να φτάσω στην Ιθάκη



***''''

αν θες πραγματικά να πας στην Ιθάκη
σε νοιάζει πως θα πάς;



****

τελευταίοι χτύποι
σιωπή
προσωρινό ρήμαγμα
ρήγμα



*****

πόσο δύσκολο είναι νομίζεις
να κάνεις αυτή την τρύπα στο νερό;







Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013

#6- (χαϊ-χου από εποχές ανύπαρκτες vol. 2)

*

όσα δε φτάνει η αλεπού
τα κάνει κρεμαστάρια
είδε κι απόειδ' η καψερή
και τρώει μόνο ψάρια



*'

όσα δε φτάνει η αλεπού
τα κάνει αγουρίδες
βαρέθηκε να καρτερεί 
και φεύγει για Μαλδίβες



**

verba volant
scripta mutant



***

όταν κάτι αρχίζει αδιάφορα
περίμενε
θα το συνηθίσεις



****

ο παπάς ο παχύς έφαγε...

...την αλήθεια, παπά μου...



*****

τι πάει να πει δε θες;

μήπως δεν μπορείς;





Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2013

#5- (χαϊ-χου από εποχές ανύπαρκτες)

*

- μ'ακούς
- σε βλέπω
- με νιώθεις
- σε μυρίζω
- με γεύεσαι
- τώρα σ'ακούω




**

γλυκιά αδράνεια, κάθε βράδυ

γλυκιά αδράνεια, κάθε βράδυ, την ίδια ώρα




***

ταρώ του έρωτα