Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2013

#23


          Η παρακάτω απομαγνητοφωνημένη συνέντευξη-ανοιχτός διάλογος παρουσιάζει θέσεις και απόψεις τις οποίες υποστηρίζει και επικροτεί ο α-παπί-νθρωπος και ο ιστότοπος αυτός. Αυτό βγαίνει από μέσα του. Πρόκειται περί θέσεων που προκύπτουν από την παρατήρηση της ζωής-μέχρι τώρα-και σκοπό έχουν την απόπειρα εύρεσης απαντήσεων σε φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα. Όποιος έχει τη μύγα, ας μυγιαστεί μονάχος. 



- Είμαστε εδώ στην κουζίνα με τη Ρούλα Κ., φίλη μου παιδαριώθεν, τρώμε ψωμάκι μνημόσυνο με Philadelphia και συζητάμε το φλέγον ζήτημα που αφορά τις ξανθιές. Θα ήθελα να το πιάσουμε από το όλο θέμα με τις μάνες, Ρούλα μου.
- Λοιπόν, θεωρώ ότι η ξανθιά δεν κάνει παιδιά για να ασκήσει εξουσία πάνω στον άντρα της. Θεωρώ ότι η ξανθιά κάνει παιδιά για να ασκήσει εξουσία πάνω στη δική της μάνα, η οποία πολλά χρόνια είχε μαζί της μια σαδομαζοχιστική σχέση, πράγμα το οποίο φαίνεται καταφανώς και από το γεγονός ότι η ξανθιά άλλαξε χρώμα στο μαλλί της για να μην της μοιάζει. Είναι η γυναίκα που δεν θέλει να γίνει η μάνα της για να της μπει στο μάτι. Θέλει να είναι καλύτερη από τη μάνα της και πιο καπάτσα. Θέλει να έχει αυτή το πάνω χέρι. Διότι, τελικά, η ξανθιά η μόνη αγάπη και μορφή εξουσίας που αναγνωρίζει είναι το χρήμα, το οποίο το έπαιρνε πάντα από το χέρι της μάνας της, και όχι από τον πατέρα της-γιατί αυτή ήταν που έκανε κουμάντο τελικά, όπως και η ίδια αυτό επιδίωξε στο δικό της γάμο, να κάνει κουμάντο, δηλαδή, στα οικονομικά των παιδιών. Βλέπεις, η ξανθιά θέλει να είναι η ίδια της η γέφυρα ανάμεσα στο ζευγάρι, που είναι το σεξ, και τα παιδιά...
- ...Που δεν είναι το σεξ...
- Σίγουρα δεν είναι. Τα παιδιά είναι κάτι άλλο. Τα παιδιά είναι αυτό που μέσα στο κεφάλι της ξανθιάς είναι η οικογένεια και κατά βάθος θέλει να αφήσει καν τον άντρα της να πλησιάσει, ούτε καν για τα λεφτά.
- Να κάνω μια ερώτηση γιατί μου είναι λίγο θολό όλο αυτό...Ποιά είναι η σύνδεση του δίπολου ξανθιά-λεφτά;
- Για την ξανθιά τα λεφτά είναι αγάπη. Μόνο έτσι ξέρει να την αγαπάνε αλλά και να αγαπάει αυτή τα παιδιά της-με τη σειρά της-με αποτέλεσμα να εκπορνεύεται στον άντρα της για να μπορεί να δώσει λεφτά στα παιδιά της. Αυτό κάνει. Δεν έχω γνωρίσει ούτε μια ξανθιά που ο άντρας της να μιλάει με τα παιδιά της.
- Θα ήθελα, βέβαια, να προσδιορίσουμε την Ur/σχέση, που λένε οι γερμανοί, ανάμεσα στην ξανθιά και τα λεφτά. Πότε, δηλαδή, ξεκινάει η σχέση αυτή;
- Όταν γίνεται κομμωτηριακή πελάτισσα. Όταν ξέρεις ότι τόσα λεφτά το μήνα πρέπει να πηγαίνουν στο μαλλί σου. Το οποίο, βέβαια, υπήρχε και από πριν μέσα σου κάπως. Το ήξερες βαθιά μέσα σου ότι θα γίνεις κομμωτηριακή πελάτισσα.
- Βλέπεις πώς ο άνθρωπος που δεν πάει κομμωτήριο δεν το διαβάζει;
- Αυτό μεταφράζεται σε 50 ευρώ το μήνα τουλ. για μαλλί-για ρίζα. Άμα είσαι, δε, και καμιά ξανθιά λίγο πιο ραφιναρισμένη και δε θες να φαίνεσαι βλάχα, μιλάμε για πολύ περισσότερα λεφτά. Αν είσαι πλατίνα του σκυλάδικου, πρώτο τραπέζι πίστα, έχω κυτταρίτιδα και βάφω το μαλλί μου άσπρο, μιλάμε για άλλη κατηγορία. Παρόλαυτα, είναι κάτι ψυχαναγκαστικό. Σκέψου ότι, άσχετα με την κοινωνική και οικονομική τάξη, η ξανθιά το μαλλί της θα το πληρώσει.
- Αυτά δεν τα έχω σκεφτεί. Μιλάμε για προβληματισμούς σοκαριστικούς, έτσι;
- Και γιατί θα το πληρώσει το μαλλί; Γιατί θέλει να της φέρει κι άλλα λεφτά.
- Αρχικά, για να συντηρεί το μαλλί.
- Έτσι ακριβώς. Το μαλλί είναι επιχείρηση. Ρίχνουμε τα λεφτά στην επιχείρηση...
- Μιλάμε για λέβελ πρώτου τσάκρα, ασφάλειας, για να έχει λεφτό να τρέχει...
- Άρα, να υπάρχει κάποιος να τρέχει στο μουνί. Είναι αιδοιόδοξη, όπως θα έλεγε και μια γνωστή περσόνα του διαδικτύου. Θεωρεί ότι θα κάνει κουμάντο στον κόσμο με το μουνί της και ο βαθμός διαθεσιμότητας τους μουνιού αυτού φαίνεται από το χρώμα του μαλλιού. Η ξανθιά είναι, κατά κανόνα, εύκολη, αν έχεις να ανταποκριθείς στις δικές της προσδοκίες-οι οποίες δεν έχουν να κάνουν καθόλου με το πώς αισθάνεσαι εσύ για αυτήν. Είναι αλλέγκρα, έχει ένα joie de vivre. Δεν έχει θέματα η ξανθιά, δεν εχει ενοχές στα αλήθεια. Για την ξανθιά, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Σκοπός είναι η επιβίωση-η ξανθιά είναι survivor.
- Θα ήθελα να κάνω μια ερώτηση γιατί τίθεται ένα ζήτημα που προσωπικά με απασχολεί πολύ. Το ξανθό δεν ήταν πάντα της μόδας, με μια έννοια. 
- Το '50 ξεκίνησε η τρέλα.
- Ναι. Προσφάτως, όμως, στην Ελλάδα κυρίως μετά το 2000, το ξανθό άγγιξε σημεία...
- Θυμήσου τί είπαμε μέχρι τώρα. Το ξανθό τραβάει τα αγόρια.
- Το survivor του όλου ζητήματος...
- Για να σωθούνε. Όσο τα πράματα πηγαίνουν χειρότερα σε σχέση με την οικονομική κρίση, όσο τα δικά τους πόδια γίνονται πιο αδύναμα και δεν ξέρουν αν θα σταθούν στη ζωή τους, ανθίζει το λεγόμενο επάγγελμα της ανωτάτης παντρευτικής. Η ανωτάτη παντρευτική, όπως και το ξανθό-που πηγαίνουνε ανσάμπλ-απαντώνταν πάντα σε χαμηλώτερα κοινωνικά στρώματα. Ακόμα και οι πόρνες πολυτελείας δε γίνονται ξανθές. Γίνονται καστανές-κάτι προσβάσιμο μεν, αλλά και μη βγάζουμε και μάτι. Ενώ, αυτό το κραυγαλέο του ξανθού, αυτό το αχαρακτήριστο, αυτή η οπτική αγένεια είναι ακριβώς για να φωνάξουμε τα αγόρια. Μάλιστα, όχι τα αγόρια που έχουν το φίλτρο του καστανού, τους πολύ πλούσιους. Αλλά αυτούς που είναι διαθέσιμοι να τους φάω αυτά που έχουνε, όσα και αν είναι αυτά.
- Και αυτοί που θα δουλέψουνε για να στο δώσουνε και να είσαι του κομμωτηρίου.
- Που αυτός θα μπει στη φυλακή, αλλά εσύ θα έχεις το σπίτι. Για τέτοιους άντρες ψάχνουνε-μουνόδουλους, με μια έννοια. Εκτός και αν το κάνουνε για την ποίηση. Δεν ξέρω, γίνεται και αυτό...
- Το με μια έννοια λίγο με προβλημάτισε. 
- Νομίζω ότι τα αγόρια χωρίζονται σε δύο κατηγορίες σε σχέση με την μουνοδουλείαση: τους passive και τους aggressive. Ο aggressive είναι αυτός που η μάνα του του λέει "οι γυναίκες είναι πονηρές, θα σε τυλίξουν, θα σου τσιμπήσουνε τον κώλο με τη βελόνα για να κλέψουνε το πολύτιμο σπέρμα σου να γκαστρωθούν και μετά θα μπλέξεις". Αυτός φοβάται το μουνί και αυτό είναι μια μορφή μουνοδουλείας. Ο passive είναι αυτός που θέλει να καταστραφεί από μια γυναίκα. Το θέλει, δεν το φοβάται. Είναι αυτός που η ανδρική σεξιστική κοινωνία του έχει πει για τις κακιές γυναίκες, τις πονηρές, που δάγκωσαν το μήλο του Αδάμου και πρέπει αυτός να βγάλει με ιδρώτα το ψωμί του. Τα θέλει, λοιπόν. Αλλά, γιατί τα θέλει; Και πού είναι η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στους δύο; Κατά την γνώμη μου, είναι η αισθητική.
- Είναι αισθητικό το ζήτημα;
- Είναι αισθητικό το ζήτημα. Είναι γούστο. Λες και θεωρούν ότι η ζωή είναι πιο όμορφη με το πάθος που σε καταστρέφει. Αφήνονται. Πάνε μπουζούκια. Βρίσκουν και άλλες ξανθιές να πηδήξουνε.

{μέρος της συζήτησης που το κόβει η λογοκρισία}

- Επίσης, η πλατίνα και ο μουνόδουλος έχουν σχέση κακοποιητική. Είναι διπολική αυτή η κατάσταση, δεν είναι αστεία πράματα. Ο μουνόδουλος, μεν, καταστρέφεται αλλά καταστρέφεται και η πλατίνα. Διότι, η πλατίνα, φίλε Α-παπί-νθρωπε, ζηλεύει. Και ζηλεύει περισσότερο τον passive από τον aggressive-άμα πετύχει κανέναν passive/aggressive δε, τη γαμήσαμε. Διότι συμβαίνει το εξής: Η πηγή αυτή που σου δίνει εσένα δράμα και χρήμα-γιατί αγάπη δεν ξέρεις να πάρεις, δεν είσαι ικανή για αυτό-είναι άπλα αλλά μόνο μαζί σου;
- Ακριβώς, τόσο που να υποψιάζεσαι...
- Και όχι μόνο. Γιατί σου λέει μετά η πλατίνα "βρε, μπας και είναι ελαφροκάνταρο, και έρθει η έτερη πλατίνα με καλύτερη απόχρωση μαλλιού, πιο λεπτό βγαλμένο φρύδι, σολάριουμ και τρεις πόντους πιο ψηλό τακούνι...
- Αυτό είναι το πιο τρομακτικό.
- ...και μου τον πάρει; 
- Μη σου πω ότι το να τον πάρει είναι λιγότερο τρομακτικό από τους τρεις πόντους ψηλότερο τακούνι...
- Σκέψου ότι η πλατίνα, με τον φόβο αυτό, αναγκάζεται να αγοράζει ολοένα και ψηλότερα τακούνια. Να κάνει όλο και περισσότερο σολάριουμ, να ψάχνει όλο και περισσότερες αποχρώσεις του ξανθού για να μην τη βαρεθεί η πηγή. Για να μη μιλήσω για το φρύδι, που φτάνει τις τρεις τρίχες και μετά το ζωγραφίζει-και πρέπει να αλλάξει πέντε μολύβια για να δει πιο της πάει καλύτερα και, πάλι, να μην είναι σίγουρη. Την τρώει η ανασφάλεια την ξανθιά. 
- Έλα, να μιλήσουμε για την ανασφάλεια της ξανθιάς.
- Η ανασφάλεια της ξανθιάς πηγάζει από την κακογουστιά της-απλά πράματα. Το ξέρει, κατά βάθος, ότι είναι κακόγουστη. Δε βλέπει πώς να είναι ποθητή χωρίς να είναι κακόγουστη. 
- Θα ήθελα μια διευκρίνηση: Δε μιλάμε για τις ξανθιές που εκεί τις κύλησε ο βούρκος. Μιλάμε για τις ξανθιές γυναίκες...
- Της Ηλιούπολης.
- Ναι.
- Νομίζω ότι τελειώνει εκεί το θέμα. Λοιπόν, η κακογουστιά της ξανθιάς, που την βάζει στο κέντρο της προσοχής όπως και όλους όσους είναι στο κέντρο της προσοχής, την βάζει στο ερώτημα: "Πέραν από αυτούς που με κοιτάνε-και αυτό είναι καλό-, οι άλλοι που με κοιτάνε με αυτό το ύφος τί ύφος είναι αυτό που με κοιτάνε;" Σε αυτή την κατηγορία είσαι εσύ, Α-παπί-νθρωπε. Και εγώ, γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε; Συνεπώς, δε γίνεται να τραβάς τόση προσοχή πάνω σου με αυτό το αγενέστατο ξανθό μπροστά στο οπτικό μου πεδίο και να μην παίρνεις το κακό μου vibe. 
- Ναι, είναι αλήθεια αυτό.
- Οπότε, από όλο αυτό το κακό vibe που μαζεύει η ξανθιά-έστω ότι δεν είναι έξυπνη-σίγουρα την ενδιαφέρει. Ενδιαφέρεται για το τί θέλει ο κόσμος από αυτήν. Φτάνει να είναι ανασφαλής με τον τρόπο που είναι και στη μάνα της, και στον άντρα της...Ποτέ, μα ποτέ δεν είναι ανασφαλής με τα παιδιά της. Ποτέ. Με τα παιδιά ξέρει-το τί ξέρεις είναι ένα άλλο ζήτημα. Απαιτεί. Γίνεται καταστροφική μάνα και κακιά πεθερά. Δεν υποχωρεί γιατί ξέρει αυτή καλύτερα. Γιατί είναι μάνα-όχι σαν τη δικιά της. Αυτή είναι άλλο. Νομίζω, δηλαδή, ότι εκεί φτάνουμε. Θέλει δηλαδή να ασκήσει εξουσία με το μουνί της-με την πλατίνα της-αλλά δεν είναι σίγουρη αν οι άλλοι είναι τόσο αδύναμοι που να το δεχτούν αυτό. Το γνωρίζει ότι δεν είναι έξυπνη-τουλάχιστον όχι συναισθηματικά έξυπνη. Κανείς έξυπνος άνθρωπος δε βάφει το μαλλί του ξανθό, εκτός αν το κάνει για την Τέχνη. Εκεί να το δεχτώ. Ένα idol, ας πούμε, να το δεχτώ.
- Μια Μέριλυν, ας πούμε.
- Και αυτή πλατίνα ήτανε.
- Έμεινε στην ιστορία, εν πάσει περιπτώσει. Δεν έμεινε στην ιστορία η Λίτσα και η Βούλα. Μείνανε στη δική τους ιστορία για άλλα πράματα.
- Ούτε στη δική τους ιστορία μείνανε. Η ξανθιά είναι εφήμερος άνθρωπος-και είναι εφήμερη από επιλογή. Τώρα θέλει να περάσει καλά. Δεν την ενδιαφέρει να προσφέρει στην ανθρωπότητα: "Αυτά είναι για κάποιους ανθρώπους που ασχολούνται με αυτά τα πράματα. Εγώ δεν ασχολούμαι, όμως. Δεν προσφέρω στην ανθρωπότητα. Εγώ μπορώ και είμαι εις θέσιν να προσφέρω στα παιδιά μου και από όλους τους υπόλοιπους απομυζώ". Η κακοποιητική σχέση που έχει με τον άντρα της είναι αυτό που εξασφαλίζει ότι αυτή θα είναι στη μέση της ροής: "Ρέουν τα χρήματα, μέσω εμού, στα παιδιά μου. Ρέουν τα χρήματα, μέσω εμού, στα παιδιά μου"...Μάντρα. Αυτό θεωρώ ότι είναι, εν τέλει και ανθρώπινα. Γιατί δεν αγαπάμε τις ξανθιές, βέβαια; Γιατί, αν το δεις όλο αυτό με συμπάθεια, οι ξανθιές είναι αβάδιστα ταλαιπωρημένες. 
- Ναι...
- Γιατί΄δεν τις αγαπάμε, λοιπόν; 
- Δε γνωρίζω. Εγώ τις ζηλεύω λίγο, θέλω να σου πω.
- Καθόλου. Δε θα ήθελα ποτέ στη ζωή μου να ήμουν λοβοτομημένη.
- Βασικά, δεν τις ζηλεύω. Έχω αυτήν την κακία που τις βλέπω με μισό μάτι.
- Γιατί σου συμβαίνει αυτό, ξες; Υπάρχει επιστημονική εξήγηση.
- Για την ακρίβεια, σιχαίνομαι που μας τρώνε τους γκόμενους. Πράγμα το οποίο δε μου συμβαίνει με τις υπόλοιπες, που δεν είναι ξανθιές.
- Άμα μου φάει τον γκόμενο μια ξανθιά, σταματάω ακαριαία να ενδιαφέρομαι για τον γκόμενο. Είναι απλό και επιστρέφουμε στο αρχικό: Είναι ικανές οι ξανθιές για αγάπη;
- Όχι.
- Αν δεν είσαι ικανός για αγάπη, πώς να είσαι ικανός για συμπάθεια; Είναι μια ικανότητα και αυτό. Δεν έχουν την ικανότητα ούτε να το δώσουν αλλά ούτε και να το πάρουν. Συν του ότι είναι ψωνισμένες που είναι μέρος του drag τους, στην ουσία, θεωρώντας ότι αυτό θα τις κάνει ακόμη πιο ποθητές, με αποτέλεσμα να απευθύνονται αποκλειστικά σε ανθρώπους που θεωρούν το ξινό, ποθητό και όλους τους υπόλοιπους μας ενοχλεί αυτό το πράμα. Πήγαινε να είσαι ξυνή λίγο παραδίπλα. 

{μέρος της συζήτησης που το κόβει η λογοκρισία}

- Τί σημαίνει να είσαι φυσικός ξανθός;
- Φυσικός ξανθός σημαίνει ότι δεν ήτανε δική σου επιλογή, έπειτα είναι καλόγουστο το αποτέλεσμα και, τέλος, δε χρειάζεται να ασχολήθείς με τη ρίζα. Δεν έχεις αυτή τη σχέση της κομμωτηριακής πελάτισσας με το χρήμα. Συν το γεγονός ότι το φυσικό ξανθό σκουραίνει όσο μεγαλώνεις, το οποίο τί σημαίνει σε απόλυτη τιμή; Όσο περνάνε τα χρόνια δεν είσαι στ' αλήθεια ξανθός. Δεν είσαι αγενής με το οπτικό πεδίο του άλλου. Δε λάμπεις στο σκοτάδι. Γιατί, ας πούμε, η ξανθιά ντύνεται με φτηνιάρικα ρούχα; 
- Γιατί;
- Η ξανθιά ψωνίζει ρούχα από τα καλάθια και εσώρουχα με το κιλό. Αν θα έπρεπε με μια λέξη να χαρακτηρίσεις το πού θέλει να φτάσει η ξανθιά αισθητικά, τελικά είναι μια πορνοστάρ. Θέλει φτηνά ρούχα για να της τα σκίσεις. 
- Το πολύ να την έλεγα ξέκωλο αλλά, όχι, δεν είναι...
- Όχι. Είναι wannabe πορνοστάρ. Θέλω να βγάλω λεφτά...
- Για άλλη μια φορά επαγγελματίας, δηλαδή...
- Η ξανθιά η πλατίνα, κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού της, ζηλεύει που δε μπορεί να είναι μια πορνοστάρ και, ίσως, να εντάσσεται και αυτό μέσα στις ανασφάλιές της για την εξωτερική της εμφάνιση. Και κάπου εδώ με προβληματίζεις και αναρωτιέμαι. Δηλαδή, αν υποθέσουμε-με δεδομένη τη σχέση χρήματος/ξανθιάς-ότι η ξανθιά μπορεί τελικά να βγάλει λεφτά από το μουνί της χωρίς άντρα, τί είναι αυτό που καταλύεται εν τέλει; Γιατί δεν γίνονται πορνοστάρ οι ξανθιές; Αν μπεις λίγο στο facebook και δεις τα δεκαεξάχρονα και δεκαεφτάχρονα ανάλογα εκολλαπτόμενα ξανθά, προσπαθούν. 
- Επίσης, παίζει και το άλλο το εμπορικό του ζητήματος. Τα κασέ για τις πορνοστάρ είναι τόσο υψηλά-και αυτές είναι τόσο εφήμερες- που φεύγουν πολλά λεφτά. Οι πορνοστάρ δεν είναι τόσο αναλώσιμοι διότι είναι πιο φθηνοί. Επίσης, υπάρχει ελάχιστη πιθανότητα μια πορνοστάρ που κάνει καριέρα νωρίς στη ζωή της να επιβιώσει σαν milf αργότερα. Ενώ, οι πορνοστάρ έχουν μεγαλύτερη ηλικία ζωής. 
- Αναρωτιέμαι, μήπως τελικά η ξανθιά είναι χριστιανή;
- Ηθικά ή κατ' ουσίαν;
- Μήπως το κουβαλάει αυτό το πράμα ενοχικά; Μήπως θέλει να είναι ένας άνθρωπος στον οποίο θέλει να ασκεί εξουσία και, τελικά, δεν είναι τα λεφτά το θέμα; Τα λεφτά ως αγάπη καταργούνται όταν η ξανθιά γίνει πορνοστάρ. 
- Άρα, αν δεν είναι αυτό, τότε τί είναι;
- Αναρωτιέμαι. Υπήρχε κάποιου είδους ηθική που μου διέφευγε μέχρι τώρα; Δεν είναι τα λεφτά, τελικά. Είναι η εξουσία που μεταφράζεται σε λεφτά. Είναι εξουσιολάγνα-θέλει να σύρει το καράβι. Δήμητρα Λιάνη-Παπανδρέου.
- Για να μη λέμε πού καταλήγει πάντα η συζήτηση.
- Στο ΠΑΣΟΚ.

{σε αυτό το σημείο η ηχογράφηση είναι κατεστραμμένη}

- Ποιά είναι η άποψή σου για την Χρυσομαλλούσα;
- Αρχικά, νομίζω ότι η Χρυσομαλλούσα είναι ξανθιά γιατί είναι μικρή. Επίσης, απενοχοποιείται γιατί κάνει μια μαλακία που θα μπορούσε να την κάνει μόνο μια ξανθιά και τη γλυτώνει, όπως μόνο μια ξανθιά θα τη γλύτωνε. 
- Γιατί είναι και μικρή, είναι και ξανθιά.
- Πήγε να παίξει στο κρεββατάκι του μπαμπά Αρκούδου...Πού πας;! Τί σου λέει, λοιπόν, η Χρυσομαλλούσα; Ότι οι ξανθιές δεν έχουν σεβασμό για το σπίτι και ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για τον καθένα. Είναι ασέβαστη, σαν ξανθιά. 
- Ποιό θα μπορούσε να είναι το μέλλον μιας Χρυσομαλλούσας; Πώς θα μπορούσαμε να τη δούμε μεθαύριο; 
- Υποτίθεται ότι η Χρυσομαλλούσα έλυσε το μεγάλο της πρόβλημα που ήταν η περιέργεια. Πίπες. Το πρόβλημα με την Χρυσομαλλούσα δεν ήταν η περιέργεια. Ήταν το κλασσικό πρόβλημα που έχουν όλες οι ξανθιές: Ήταν μια μαλάκω και μισή. Μεγαλώνοντας, λοιπόν, σύμφωνα με το μύθο, η Χρυσομαλλούσα έγινε από ένα αξιαγάπητο κοριτσάκι, που ήτανε, σε ένα υπάκουο αξιαγάπητο κοριτσάκι και, φυσική ξανθιά ούσα, φαντάζομαι ότι θα σκούραινε με τα χρόνια.
- Άρα ήθελε τον Ψ της.
- Αν μη, τί άλλο, η Χρυσομαλλούσα επέζησε από ένα τραύμα. Τραυματίστηκε στην επαφή της με τις αρκούδες. Τρόμαξε.
- Ναι.
- Μήπως, τελικά, αυτή είναι η θεραπεία του ξανθού; 
- Το τραύμα; Οι αρκούδες; Τα bears;
- Σκέψου το.
- Θέτουμε κοινωνικό προβληματισμό αυτή τη στιγμή;
- Άντρας επικίνδυνος, τελείως εκτός πεδίου σου και όταν είναι μικρή, που τη γλυτώνεις γιατί αρχικά δε θα σε έτρωγε. Αλλά παίρνεις και τρομάρα για να δεις ποιές θα ήταν αργότερα οι συνέπειες.
- Αν έχουμε μια φυσική ξανθιά η οποία στο λύκειο-και με το backround της Χρυσομαλλούσας-έχει γίνει καστανή και εξακολουθεί να θέλει τον αρκούδο της...
- Προσδιόρισε τον αρκούδο. 
- Ξέρω πολλές ξανθιές που θέλουνε ένα "αρκούδι", στο φυζίκ αρχικά-το ξέρω, έχω πάει με τους γκόμενούς τους.
- Μήπως η φυσική ξανθιά που σκούρηνε τραυματισμένη από τις αρκούδες, που έχει φάει απόρριψη από την αρκούδα, αναγνωρίζει την αρκούδα σαν δύναμη, θέλει την προστασία της και όχι άλλη απόρριψη; Μήπως έχουμε μια μετατροπή; 
- Βοήθησέ με.
- Στη φάση "αγαπάω τις πληγές μου, αγαπάω το τραύμα μου" και, τραυματισμένη ούσα από τις αρκούδες, τις έγω μπροστά μου συνέχεια.
- Το οποίο είναι διεστραμμένο.
- Κάνεις μια ειρήνη με τον εαυτό σου, όμως.
- Ναι, ισχύει. Άρα το θέμα φυσική ξανθιά/αρκούδος είναι λυμένο. Ποιά είναι η σχέση της φυσικής ξανθιάς με την αρκούδα, την αντίστοιχη αξύριστη γυναίκα; Τη θεία μου τη Φούλη, ας πούμε...
- Δεν καταλαβαίνω που προβληματιζόμαστε τώρα, στη διαφορά τους ή στη γέφυρά τους;
- Βλέπουμε όλα τα πεδιά. Ας πούμε, το αρκουδάκι είναι χαριτωμένο αλλά η μαμά αρκούδα παίζει ρόλο σε αυτή την ιστορία. 
- Το αρκουδάκι είναι ο ρηγμένος. Είναι αυτός που τον καταστρέφει. Παίρνει το καρεκλάκι του, το κρεββατάκι του. Είναι ένα toy boy...Τί χρώμα είναι η γούνα της μαμάς αρκούδας; 
- Μήπως είναι και αυτή μια φυσική ξανθιά που έγινε καστανή;
- Πολική;
- Ντεκαπάζ;
- ...
- Τί χρώμα είναι όλες οι αρκούδες; Λέει ότι είναι καφέ αρκούδες ή το φανταζόμαστε;
- Λέει ότι είναι ευρωπαϊκή αρκούδα του δάσους. Καφέ θα είναι.
- Λέει ότι είναι τρεις ευρωπαϊκές αρκούδες του δάσους;
- Όχι, αλλά είναι ευρωπαϊκό παραμύθι και χρεωμένο την εποχή που υπήρχαν δάση.
- Άρα, η μαμά αρκούδα έχει πιθανότητες να είναι φυσική ξανθιά. Κατάλαβες;
- Όλα τα καταλαβαίνω. Κάνω πως δεν καταλαβαίνω, τρέμω μην φύγεις και σωπαίνω. 
- Βλέπω τρομακτικές αντιστοιχίες της μαμάς αρκούδας με την αντίστοιχη βαμμένη ξανθιά.
- Μήπως η Χρυσομαλλούσα δεν είναι φυσική ξανθιά; Μήπως η Χρυσομαλλούσα είναι ένα σύμβολο που θα έπρεπε να μας πετάξει αλλού; Γιατί δεν μας λέει το ονομά της και μας την λέει με το χρώμα των μαλλιών της; Γιατί είναι αυτό το κυρίαρχο χαρακτηριστικό και δεν τη λένε Ευγενικούλα, φερειπείν, ή Αξιαγαπητούλα;
- Ή Αδιακριτούλα. Ποιά είναι τα σενάρια;
- Λοιπόν. Η Χρυσομαλλούσα είναι βαμμένη.
- Εκεί το πήγαινα και εγώ.
- Είναι έφηβη. Ο μπαμπάς αρκούδος είναι φίλος του πατέρα της και η μαμά αρκούδα είναι φίλη της μαμάς της. Το σπίτι τους είναι ανοιχτό γιατί πάντοτε ήταν ανοιχτό για τη Χρυσομαλλούσα. Και αυτή πάει να τους το χαλάσει το σπίτι τους.
- Ανακατώστρα.
- Ανακατώστρα. Δε θέλει όμως τις συνέπειες. Τρομάζει με το ενδεχόμενο να υπάρχουν συνέπειες. Σκέφτομαι. Τρώει από το φαγάκι τους, κάθεται στο καθιστικό τους και μετά καταλήγει στην κρεββατοκάμαρα, όπου δοκιμάζει όλα τα κρεββάτια αλλά καταλήγει στο μικρό. Δεν κοιμάται στο κρεββάτι του μπαμπά αρκούδου, κοιμάται στου μικρού. Γιατί τρομοκρατείται, λοιπόν, τόσο πολύ από τις συνέπειες; Τί μας αποκρύπτει ο μύθος; Θα πω πως ο μύθος, όπως ακριβώς μεταλλάχθηκε και οι αρκούδες δεν φάγανε τη Χρυσομαλλούσα όπως ακριβώς άρχισε η ιστορία, θα ψηφίσω ότι δεν κοιμήθηκε στο μικρό κρεββατάκι.
- Πού κοιμήθηκε, λοιπόν;
- Θα ψηφίσω ότι κοιμήθηκε στο μεγάλο.
- Και μας είπαν ψέμματα.
- Μας είπαν ψέμματα.




Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013

#22


*


          Είχαμε μόλις αφήσει το χωριό πίσω μας. Η ζέστη ήταν υποφερτή για μεσημεριανή ώρα. Τα στάχυα στα χωράφια ήταν εκτυφλωτικά χρυσά και ο αέρας που αναπνέαμε ήταν γεμάτος σκόνη από τον χωματόδρομο. Σε εκείνες τις περιοχές η άσφαλτος δεν ήταν συνεχόμενα στρωμένη. Πηγαίναμε νοτιοδυτικά. Τα τοπία γύρω ήταν γνώριμα σαν ένα οποιοδήποτε τοπίο της χώρας. Το μελαχροινό αγόρι δίπλα μου ήταν σιωπηλό σε όλη τη διαδρομή μέχρι τώρα. Το καστανοξανθο κορίτσι μου έκανε ερωτήσεις κάπου-κάπου γιατί νόμιζε ότι ήξερα περισσότερα πράματα για τη διαδρομή. Αυτό ήταν αλήθεια. Εν μέρει.
          Είχαμε μαζί μας και ένα λεοφωρείο.



**


          Ανεβαίναμε πια το λόφο. Παντού ξέρες. Φτασαμε σε μια πολύ απόκρυμνη στροφή, επικύνδυνη για μας και για το όχημα που σμπρώχναμε. Σε αυτή τη στροφή υπήρχε το μοναδικό δέντρο σε ολόκληρο το λόφο, ένα δέντρο βαθιά ριζωμένο στην άκρη του γκρεμού. Αρχίσαμε να σμπρώχνουμε το λεωφορείο με σκοπό να το περάσουμε από το απόκρυμνο πέρασμα. Πάνω στο γκρεμό βρισκόταν ένας άντρας-δε θυμάμαι τα χαρακτηριστικά του, πέρασε καιρός-που σε περίπτωση αναποδιάς μας διαβεβαίωσε ότι μπορούσε να συγκρατήσει το λεωφορείο για να μη φύγει στο κενό. Από την αντίθετη πλευρά βρισκόταν ένας άλλος άντρας που επέβλεπε τη διαδικασία. 
          Βάλαμε όλη μας τη δύναμη και τη συγκέντρωση και σπρώξαμε δυνατά. Με πολύ προσεκτικές κινήσεις οδηγήσαμε το λεωφορείο μέσα από το πέρασμα-η καρδιά μας σφυροκοπούσε μη λυγίσουμε και μας φύγει από τα χέρια, ακόμη και αν ξέραμε ότι υπήρχε άνθρωπος εκεί να το συγκρατήσει. Τελικά, το λεωφορείο κατάφερε να περάσει με μανούβρες και πήρε τη στροφή. Ο άντρας που επέβλεπε τη διαδικασία έκανε ένα νόημα γεμάτο περιφάνεια για να μας διαβεβαιώσει ότι όλα πήγαν κατ' ευχήν. Ότι τα καταφέραμε.



***


          Το μελαχροινό αγόρι είχε μείνει πίσω. Εγώ με το καστανόξανθο κορίτσι είχαμε ανέβει αρκετά ψηλά στο λόφο. Παράλληλα συζητούσαμε. Ξαφνικά, το αγόρι μας προσπέρασε, κοίταξε προς το μέρος μας καθώς περπατούσε και μου είπε:

- Μιλάς για μένα επειδή είμαι Αλβανός;

          Μου φάνηκε περίεργο και αμέσως του απάντησα:

- Ξέρεις καλά ότι δεν έχω πρόβλημα που είσαι Αλβανός. Τί σημασία έχει πού γεννήθηκες; Σημασία έχει ότι μεγάλωσες εδώ. Μαζί μας.

          Χαμογέλασε και συνέχισε προς την κορυφή.



****


         Φτάσαμε και οι τρεις στην κορυφή. Σταματήσαμε και κοιτάξαμε για λίγο προς τα πίσω, τον δρόμο που διανύσαμε. Δεν υπήρχε λεωφορείο πια. Είμασταν οι τρεις μας. Είδα έναν χωματόδρομο που άρχιζε από τους πρόποδες του λόφου και χανόταν μέσα στον χρυσό κάμπο.

- Αυτός είναι ο πιο μοναχικός δρόμος της Ελλάδας.

         Πριν καν προλάβω να τελειώσω την φράση μου, άρχισα να κλαίω με λυγμούς. Εκείνη τη στιγμή ένα ασημένιο αμάξι μπήκε στο χωματόδρομο και χάθηκε μέσα στο χρυσό κάμπο. Οι τρεις μας μείναμε να κοιτάμε τη διαδρομή που είχαμε διανύσει.





Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

#21- (ή 20-τόνος)


*


μονόπρακτο σε μορφή λούπας


Ένα τοπίο που δε θυμίζει τίποτα. Για την ακρίβεια, ένα τοπίο που δεν υπάρχει. Δύο πρόσωπα μη αναγνωρίσιμα κοιτούν το ρολόι-που δεν υπάρχει-το οποίο κρέμεται σε έναν από τους τοίχους-που δεν υπάρχουν. Η ώρα δεν υπάρχει. Τα πρόσωπα προσπαθούν να καταλάβουν αν είναι μέρα ή νύχτα και σύντομα ανακαλύπτουν ότι ούτε μέρα είναι αλλά ούτε και νύχτα. Δεν υπάρχει ούτε μέρα αλλά ούτε και νύχτα. Κάθονται βουβά στη σιωπή, η οποία ξαφνικά σταματάει να υπάρχει:

- Μήπως να αρχίσουμε τα ναρκωτικά;
- Με τί λεφτά;
- Μήπως να τα κόψουμε τότε;
- Ποιά; Αφού δεν παίρνουμε...ή μήπως παίρνουμε;
- Διάβασε τον παραπάνω διάλογο και πες μου.




**

(επίλογος)


τάηγκερ








Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

#20


*


1
22
333
4444
55555
666666
7777777
88888888
999999999



**


1
12
123
1234
12345
123456
1234567
12345678
123456789
12345678
1234567
123456
12345
1234
123
12
1



***


1
121
12321
1234321
123454321
12345654321
1234567654321
123456787654321
12345678987654321
1234567890987654321
12345678987654321
123456787654321
1234567654321
12345654321
123454321
1234321
12321
121
1



****


1
11
111
1111
11111
111111
11111111
111111111
222222222
22222222
2222222
222222
22222
2222
222
22
2
3
33
333
3333
33333
333333
3333333
33333333
333333333
444444444
44444444
4444444
444444
44444
4444
444
44
4
5
55
555
5555
55555
555555
5555555
55555555
555555555
666666666
66666666
6666666
666666
66666
6666
666
66
6
7
77
777
7777
77777
777777
7777777
77777777
777777777
888888888
88888888
8888888
888888
88888
8888
888
88
8
9
99
999
9999
99999
999999
9999999
99999999
999999999
000000000
00000000
0000000
000000
00000
0000
000
00
0



*****


11005012010 12008010070 20110 801 600400
3008200 401501200 30070 201401100100
8070400 5238205 510200 300850 560706008
20110 20030070 6003080010070 60070100300110010



******


999999999
88888888
7777777
666666
55555
4444
333
22
1



*******


0



********





*********


(επίλογος)

11111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111Ι111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111111






Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

#19



*


α
ββ
γγγ
δδδδ
εεεεε
ζζζζζζ
ηηηηηηη
θθθθθθθθ
ιιιιιιιιι
κκκκκκκκκκ
λλλλλλλλλλλ
μμμμμμμμμμμμ
ννννννννννννν
ξξξξξξξξξξξξξξ
οοοοοοοοοοοοοοο
ππππππππππππππππ
ρρρρρρρρρρρρρρρρρ
σσσσσσσσσσσσσσσσσσ
τττττττττττττττττττ
υυυυυυυυυυυυυυυυυυυυ
φφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφ
χχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχ
ψψψψψψψψψψψψψψψψψψψψψψψ
ωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωω



**


αύριο
βράδυ
γεννήσαμε
δεινόσαυρο
έμοιαζε
ζαχαρένιος
ή
θυληπρεπής
ιδιότροπος
κινήθηκα
λίγο
μηχανικά
να
ξυθώ
όταν
παρατήρησα
ρημουλκά
σε
τροχιές
υφαίνοντας
φρόντιζαν
χωρίς
ψυχικά
ωφέλη



***


αβγ
βγδ
γδε
δεζ
εζη
ζηθ
ηθι
θικ
ικλ
κλμ
λμν
μνξ
νξο
ξοπ
οπρ
πρσ
ρστ
στυ
τυφ
υφχ
φχψ
χψω
ψωα
ωαβ



****


ωραία
ψήθηκαν
χυλωμένα
φασόλια
ύστερα
τα
στολίσαμε
ραντίζαμε
πέτρες
ολονυκτίς
ξεραίναμε
νησιώτικες
μελιτζάνες
λιαστούς
κάβουρες
ιπτάμενους
θέλοντας
ή
ζητώντας
εαρινή
δέηση
γεμάτη
βουτηρωμένα
αμύγδαλα



*****


ωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωω
ψψψψψψψψψψψψψψψψψψψψψψψ
χχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχ
φφφφφφφφφφφφφφφφφφφφφ
υυυυυυυυυυυυυυυυυυυυ
τττττττττττττττττττ
σσσσσσσσσσσσσσσσσσ
ρρρρρρρρρρρρρρρρρ
ππππππππππππππππ
οοοοοοοοοοοοοοο
ξξξξξξξξξξξξξξ
ννννννννννννν
μμμμμμμμμμμμ
λλλλλλλλλλλ
κκκκκκκκκκ
ιιιιιιιιι
θθθθθθθθ
ηηηηηηη
ζζζζζζ
εεεεε
δδδ
ββ
α



******


(επίλογος)

το παιχνίδι με τα γράμματα





Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2013

#16



Για να αποφύγουμε κάθε είδους παρανόησεις θα κάνουμε για αρχή μια συμφωνία. Θα ονομάσουμε το πρόσωπο Αυτός και θα αναφερόμαστε σε αυτό με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα των αντωνυμιών που αναφέρονται στο πρόσωπό του. Σα να λέγεται το όνομά του. Εννοείται και υπονοείται βεβαίως.


          Στρίψαμε στην παλιά εθνική οδό. Άδειοι οι δρόμοι. Οι μοναχικοί δρόμοι της ελληνικής επαρχίας. Συνοδηγός, αφού δεν θέλησα ποτέ να βγάλω δίπλωμα, παρατηρούσα τα φώτα του αυτοκίνητου που φώτιζαν την άσφαλτο. Το ράδιο έπαιζε λαϊκά και ο Λ. Οδηγούσε σιωπηλός. Ανταλλάξαμε πριν λίγο μερικές κουβέντες. Δε μιλάμε γενικά πολύ, δεν χρειάζεται μάλλον, αφού νιώθουμε άνετα μέσα στις μεγάλες σιωπές. Οι μοναχικοί δρόμοι της ελληνικής επαρχίας. Γύρω το σκοτάδι έκρυβε τους χαμηλούς λόφους που στέκονται πάντα δεξιά και αριστερά του δρόμου, μοναχικοί και αυτοί. Αραιά και που περνούσε κανένα αμάξι από το αντίθετο ρέυμα. Σε τέτοια ερημιά μοιάζαμε ξεχασμένοι σαν ξενύχτηδες αυτοί που κινούμασταν στους δρόμους αυτούς, και ας ήταν μόνο οχτώμιση το βράδυ. Παράταιροι.
          Μετά από μια στροφή φάνηκαν στολισμένα σαν χριστουγεννιάτικα τα πελώρια φουγάρα της Δ.Ε.Η και γύρω μικροί οικισμοί, παρείσακτοι σαν στοίβες από παράγκες. Το καυσαέριο μπορούσε κανείς να το διακρίνει γκρι σκούρο να ξερνιέται στον ουρανό αλλά σχεδόν μαγευτικό. Αν και είχαμε κλειστά τα παράθυρα από το αυτοκίνητο, ένιωσα τον αέρα γεμάτο στάχτη και με έπιασε ένα μικρό σφύξιμο στην τραχεία. Ένας κόμπος δέθηκε στο στομάχι. Άρχισα να αναρωτιέμαι πως ζούνε αυτοί οι άνθρωποι στους πρόποδες του τέρατος, λες και η ανάγκη τους έκανε να στοιβάζονται γύρω από τα φουγάρα σαν τενεκεδούπολη και μην έχοντας ευκαιρία να πάρουν μια ανάσα καθαρό αέρα. Παλαιότερα είχα αναρωτηθεί τί μπορεί κανείς να πάθει αν σκαρφαλώσει στην κορυφή ενός φουγάρου και εισπνεύσει όλο αυτό το καυσαέριο εκτός από το να γίνουν κατάμαυρα τα μούτρα μου. Η απάντηση που πήρα ήταν ένα συνεπές πατρικό γαμωσταυρίδι.
          Στην άκρη του δρόμου προσπεράσαμε ένα κουφάρι από ζώο, δύσκολο να πει κανείς τί ζώο ήταν πριν συνθλιβεί. Τα μάτια μου ακολούθησαν την άσπρη διαχωριστική γραμμή στα δεξιά της ασφάλτου περιμένοντας με σιγουριά ότι θα συναντήσουμε και άλλο κουφάρι. Πολύ σύντομα επιβεβαιώθηκα. Μια αλλόκοτη σκέψη ήρθε αμέσως στο μυαλό μου. Η κουβέντα που έκανα το μεσημέρι με μια φίλη ότι περισσότεροι άντρες πεθαίνουν από έμφραγμα, σε αναλογία πέντε άντρες προς μία γυναίκα. Κάπου εκεί ήρθε στο μυαλό μου ο παππούς που πέθανε πριν καιρό από έμφραγμα και δεν το διαχειρίστηκα ποτέ. Κάπου εκεί συνειρμικά μου ήρθε στο μυαλό και η φωνή της γιαγιάς μου που της αρέσει συχνά να ρωτάει “Όταν πεθάνω, θα κλάψεις;”. Αρέσκομαι να μπαίνω συχνά σε μια μελαγχολική διάθεση όταν διασχίζω μοναχικούς δρόμους σε μια εσωτερική συνομιλία με τον εαυτό μου.
          Ήρθε στο μυαλό μου και Αυτός. Άρχισαν να έρχονται εικόνες διάφορες, κυρίως διασκέδασης που στην παρούσα φάση θα ήταν η μόνη λύση να βρισκόμαστε, ή και όχι. Παράλληλα το μάτι μου συναντούσε και άλλα κουφάρια από ζώα σκοτωμένα στην άκρη της ασφάλτου. Πάντα στο μυαλό μου Αυτός, το όνειρο που είδα, το κινητό μου που πνέει τα λοίσθια και με κόπο το κρατάω ζωντανό και δεν το αλλάζω. Στο τέλος πάντα Αυτός σαν κατακλείδα κάθε εικόνας. Βάλτωσα για λίγο σε σκέψεις τέτοιας υφής, με Αυτόν πρωταγωνιστή. Μετά πήρα μια βαθιά ανάσα και ένιωσα όλη τη στάχτη και τη σκόνη του αέρα να συσσωρεύεται στα πνευμόνια μου. Με έπιασε ένας ασθενής βήχας.
- Αποπνίκτική ατμόσφαιρα!
- Και πάλι καθαρά είναι. Το πρωί είχε αέρα και μάζεψε όλο το καυσαέριο. Το καλοκαίρι με τις ζέστες είναι σαν ομίχλη εδώ παντού.
- Με κλειστά παράθυρα και το καταλαβαίνω στον αέρα.
- Ούτε το καλοκαίρι δεν απλώνουν τα ρούχα έξω εδώ. Αφού γίνονται μαύρα από τη στάχτη.
          Πώς οι άνθρωποι κάνουν παιδιά σε αυτόν τον τόπο, σκέφτηκα, και εισπνέουν από βρέφη αυτό τον ακάθαρτο αέρα. Σίγουρα, η περιοχή θα μαστίζεται από καρκίνους και αναπνευστικά, ποιός ξέρει. Βγήκαμε από την έξοδο και στρίψαμε στα φανάρια αριστερά για να μπούμε στην πόλη. Έρημες επαρχιακές πόλεις. Έξω από ένα γήπεδο καμιά δεκαριά ταλαίπωροι αλβανοί επέστρεφαν στα σπίτια τους κουρασμένοι μάλλον από την δουλειά. Στο επόμενο σταυροδρόμι μας έπιασε το φανάρι. Ένα πανό τεντωμένο πάνω σε δύο παλούκια στα αριστερά του δρόμου φανέρωνε τις ανάγκες και τις ελλείψεις της πόλης. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα μοναξιά αλλά και μια περίεργα γλυκιά ικανοποίηση-που με κυρίεψε η μοναξιά; Το φανάρι έγινε πράσινο.
          Συνεχίσαμε το δρόμο μας μέσα στην πόλη. Ο Λ. ήταν ένας πολύ ήρεμος οδηγός και πάντα οδηγούσε σα να σκεφτόταν κάτι, σα να τον κατάπινε μια ονειροπόληση. Το ένα χέρι ήταν στο τιμόνι και το άλλο ακουμπούσε με τον αγκώνα στο κλειστό παράθυρο. Ο αγκώνας με τη σειρά του στήριζε το κεφάλι του.  Ο κεντρικός δρόμος της πόλης δεν ήταν μια ευθεία, όπως συνηθίζεται, αλλά έκανε μικρά ζιγκ-ζαγκ φτιαχτά σα να παίζαμε παιχνίδι. Το διαχωριστικό ανάμεσα στα δύο ρεύματα κυκλοφορίας ήταν γεμάτο μικρούς θάμνους και μικρά συντριβάνια κατά διαστήματα. Περάσαμε την κεντρική πλατεία που ήταν γεμάτη πιτσιρικαρία με ποδήλατα, εφήβους να συναναστρέφονται με ένα υποβόσκον φλερτ και άλλους νυχτερινούς επισκέπτες.
- Τι είναι αυτός ο δρόμος έτσι, σαν παιχνίδι.
- Χαλάσανε το δρόμο να κάνουνε αυτό το πράμα. Μόνο λεφτά να φάνε. Το χαλάσανε για να κάνουνε παμπ.
          Αφήσαμε γρήγορα το κέντρο. Ένας πιτσιρικάς πάνω σε ένα πατίνι ήρθε καταπάνω μας αλλά με μια μανούβρα μας απέφυγε. ο Λ. κάτι πήγε να βρίσει αλλά μάλλον το μετάνιωσε.  Στρίψαμε και πήραμε έναν ερημικό δρόμο που έβγαινε έξω από την πόλη. Κάπου εκεί ήρθε η Λίτσα Διαμάντη στο μυαλό μου που φοράει κλεμμένο ρούχο. Μα εγώ δε φοράω καν κλεμμένο ρούχο. Δεν έχω αγγίξει ακόμη, δε θύμαμαι πότε άγγιξα. Μονάχα αγάπη από ξένη τσέπη προσδωκώ. Πέρα μπροστά ένα και μοναδικό αμάξι προπορευόταν και έστριψε σε έναν παράδρομο. Σκέφτηκα ότι εκεί μάλλον πηγαίνουμε και εμείς. Προσπεράσαμε όμως και συνεχίσαμε ευθεία. Πήραμε τη μικρή ανηφόρα και φτάσαμε στο νοσοκομείο. Σταματήσαμε στην πύλη, η υπάλληλος μας άνοιξε τις μπάρες αφού μας ρώτησε τα απαραίτητα και φτάσαμε στο πάρκινγκ.
          Κρύο. Ο αέρας τώρα μύριζε και καρβουνιά σε τζάκι εκτός από καυσαέριο. Ο Λ. έβγαλε ένα μικρό γρύλισμα για να βγει από το αυτοκίνητο γιατί περάσανε τα χρόνια και κάθε που άλλαζε ο καιρός τον έσφαζε η δεξιά πλευρά του. Ένα σκυλί που άραζε πιο πέρα απάντησε με ένα πνιχτό γάβγισμα και μερικά γρυλίσματα αλλά πολύ γρήγορα επέστρεψε στη φαγούρα του ποδιού του και μας επέτρεψε να περάσουμε απαρατήρητοι. Ο Λ. συνέχισε να περπατάει κουτσαίνοντας προς το νοσοκομείο.
Μας φάγανε οι καλοσύνες και θελήματα όταν ημέστε νέοι.
          Ξεκινήσαμε να ανέβουμε μια μικρή σκαλίτσα για να φτάσουμε εν τέλει στην πόρτα του νοσοκομείου. Μέσα στο σκοτάδι διάκρινα μια αντρική φιγούρα να καπνίζει έξω από την είσοδο. Το μυαλό μου, που τέτοια παιχνίδια του αρέσει να παίζει, σκέφτηκε ότι ήταν Αυτός μιας και η σιλουέτα έμοιαζε απίθανα μαζί Του. Γρήγοροι συνειρμοί στο κεφάλι μου συνέδεσαν όλες τις πληροφορίες που ήξερα και φτιάξανε το παζλ που μου ταίριαζε. Ίσως ήταν τελικά Αυτός, ίσως και να μην ήταν. Διαστολή του χρόνου, μου φάνηκαν ανυπόφορα τα δεκαπέντε βήματα που μας χώριζαν. Ο άντρας-σιλουέτα πέταξε τη γόπα του κάτω και μπήκε στο νοσοκομείο. Από πίσω και εμείς, ο Λ. σέρνοντας το δεξί του πόδι, εγώ φιλοδοξόντας να γευτώ λίγη από την αίσθηση να φοράς κλεμμένο ρούχο. Δεν τον πρόλαβα. Χάθηκε μέσα στους διαδρόμους και αμέσως έσπευσα να θρέψω τις προσδοκίες μου, ότι ήταν Αυτός και δεν έπρεπε να βρεθούμε σήμερα.
          Προχωρήσαμε ίσια στο διάδρομο και ανεβήκαμε τις σκάλες στα αριστερά. Μπήκαμε στην πτέρυγα και πήγαμε στο δωμάτιο απευθείας. Μέσα στο δωμάτιο μύριζε γιαγιαδίλα πιθανά γιατί όντως νοσηλευόταν μια γιαγιά εκεί μέσα. Πολλή ζέστη επίσης. Η θεραπεία είχε πάει καλά και απλά κάποιος θα έμενα μαζί με τον ασθενή το βράδυ για προληπτικούς λόγους πιο πολύ. Οι άλλοι θα επιστρέφαμε σπίτι. Ο ασθενής ήταν ακόμη κάπως θολωμένος από τη νάρκωση και οι γιατροί ήταν ευτυχής άρα όλα αίσια και καλά. Φιληθήκαμε, χαιρετηθήκαμε και ες αύριον.
          Ξανακατεβήκαμε τη σκάλα προς την έξοδο. Μέσα μου ένας κρυφός πόθος, που πάντα έλπιζα να βγει αληθινός, έβραζε ότι θα Τον δω μπροστά μου. Ποτέ δεν έχουν εκπληρωθεί τέτοιοι πόθοι μου γιατί βαθιά μέσα μου ξέρω πάντα ότι είναι ψέμματα ή ότι δεν αντέχω στις μεγάλες συγκινήσεις και καταρρέω. Και δεν θέλω οι άλλοι να με βλέπουν όταν καταρρέω. Ίσως Αυτός θα ήθελα. Δεν ξέρω, δεν απαντώ, δεν επεξεργάζομαι. Βγήκαμε από το νοσοκομείο. Με χτύπησε ο αέρας που μύριζε κρύο και αναμένο τζάκι. Προχωρήσαμε προς το αμάξι, ο Λ. και το τρίτο άτομο μιλούσαν αλλά σχεδόν δεν πρόσεχα τι έλεγαν. Μπήκαμε στο αμάξι και αφήσαμε πίσω μας το νοσοκομείο κορνάροντας μια φορά στην πύλη για καληνύχτα στην υπάλληλο.
          Πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Οι σκέψεις πια μπερδεμένες από την κούραση γίνονταν όλο και πιο ασαφείς. Παρούσες όλες οι εικόνες και Αυτός. Καθώς διασχίζαμε πάλι την πόλη μου φάνηκε πιο ζωντανή, ένεκα που ήταν και Παρασκευή βράδυ. Μέσα σε ένα σουβλαντζίδικο ένας ψηλός παρακμιακός τύπος έψηνε στη τεράστια φουφού κρεατικά και τρεις ρεμπεσκέδες πίνανε ρετσίνες σε ένα τραπεζάκι. Χωρίς να παρατηρήσω άλλες εικόνες φτάσαμε πάλι στην έξοδο της πόλης και μπήκαμε στον ίδιο μοναχικό επαρχιακό δρόμο. Θα περνούσαμε πάλι δίπλα από τα φουγάρα της Δ.Ε.Η, πάλι δίπλα από τα χωριά που έμοιαζαν με τενεκεδούπολη στους πρόποδες του τέρατος, πάλι ξυστά από κουφάρια ζώων που τσαλαπατήθηκαν στην άσφαλτο. Για λίγο θέλησα να δακρύσω χωρίς να το κάνω γιατί το σώμα μου δεν υπάκουε.
          Δεν κατάλαβα πότε φτάσαμε κοντά στο σπίτι. Εν τω μεταξύ σκεφτόμουν συνέχεια Αυτόν. Τις υποκειμενικές και αντικειμενικές συνθήκες που θα έλεγε και η φτωχή πλην τίμια αλλά σπουδαγμένη μάνα μου. Φτάσαμε επιτέλους και παρκάραμε, βοήθησα τον Λ. να βγεί από το αμάξι και μπήκαμε στο σπίτι. Ζέστη μέσα, απότομα χειμώνιασε έξω από τη μια ώρα στην άλλη. Το τρίτο πρόσωπο έβγαλε μια κατσαρόλα σούπα από το ψυγείο και την έβαλε να ζεσταίνεται. Τραβιέται το ζεστό με τέτοιο κρύο. Φάγαμε τη σούπα, μερικές ελιές και ωραίο ψωμί μαύρο από τον φούρναρη-πολύ ωραίος ο φούρναρης, τον θυμάμαι στα καρναβάλια που είχε πιεί λίγο παραπάνω και ήταν μέσα στο κέφι, έτριψα τον Λ. με βιξ και ο καθένας ακροβολίστηκε στο μέρος του. Όταν ήρθε η ώρα μου και εμένα έβαλα ένα ποτήρι τσίπουρο χωρίς, άναψα τρία ρεσώ, μίλησα με τον Μ. να πιούμε ένα ρημαδοκαφέ την επομένη και κάθισα να αναλογίζομαι τους μοναχικούς δρόμους της ελληνικής επαρχίας, Αυτόν και ό, τι Τον περιτριγυρίζει, τη φουκαριάρα τη μάνα μου που και αυτή ταλανιζότανε από τα δικά της-ημιομοζώδια γαρ-και κάπου εκεί βυθίστηκα σε ένα γλυκό λήθαργο.


Κάπου μέσα στο λήθαργο μου ένιωσα μια ανάσα στο αυτί μου και μια ζεστή βραχνή φωνή να λέει ότι "μην υποφέρεις γιατί το ξέρεις ότι αν να Τον αγαπάς δεν έπρεπε...".-








Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013

#14


κάθε βήμα
και μια γόπα

κάθε γόπα
και δυό χείλη

κάθε δυό χείλη
και μια επαφή

κάθε επαφή
και ένα μυστικό

κάθε μυστικό
και ένας ένοχος

κάθε ένοχος
και ένα θύμα

κάθε θύμα
και ένας θύτης

κάθε θύτης
και ένα έγκλημα

κάθε έγκλημα
και ένας έρωτας

κάθε έρωτας
και ένα φιλί

κάθε φιλί
και ένα τσιγάρο

κάθε τσιγάρο
και ένας δρόμος

καθε δρόμος
και ένα τσιγάρο

κάθε τσιγάρο
και ένα φιλί

κάθε φιλί
και ένας έρωτας

κάθε έρωτας
και ένα έγκλημα

κάθε έγκλημα
και ένας θύτης

κάθε θύτης
και ένα θύμα

κάθε θύμα
και ένας ένοχος

κάθε ένοχος
και ένα μυστικό

κάθε μυστικό
και μια επαφή

κάθε επαφή
και δυο χείλη

κάθε δυο χείλη
και μια γόπα

κάθε γόπα
και ένα βήμα

εσύ;





Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013

#13- (σκηνές της πόλης vol. 3)


νύχτωσε
έβαλε πάλι της γόβες της
και βγήκε στο δρόμο
μόνη
περπάτησε μερικά μέτρα
να δει προς τα πού φυσάει ο άνεμος
όταν ξαφνικά
ένας ανατριχιαστικός θόρυβος
μια διαπεραστική αίσθηση
έκανε τις γόβες της να σταματήσουν

κοίταξε κάτω
παντού θραύσματα από γυαλί
σκέπαζαν το δρόμο
ενστικτωδώς κοίταξε τον ουρανό
περιμένοντας να δει πως το στερέωμα γκρεμίστηκε
δεν ήταν το στερέωμα
δεν αναρωτήθηκε
κοντοστάθηκε όμως
χάθηκε για λίγο στις σκέψεις της
κοιτάζοντας από μακριά το φανάρι στο σταυροδρόμι
που διευθετούσε αδιάκοπα
μια κυκλοφορία ανύπαρκτη

έβγαλε τις γόβες της
και άρχισε να περπατά πάνω στα γυαλιά
ξυπόλητη και μόνη
γυμνή

η αίσθηση στις πατούσες τις αφόρητη
στα πρώτα δέκα βήματα
το πρόσωπό της πήρε την έκφραση του πόνου
μετά δεν ένιωσε τίποτα
ολομόναχη περπατώντας
ένιωσε βλέμματα να την κοιτούν βλοσυρά
πίσω από τα κλειστά παντζούρια των πολυκατοικιών
να την κοιτούν και να πλησιάζουν ασφυκτικά πάνω της
γρήγορα συνειδητοποίησε τα εμπόδια
ότι τα βλέμματα αυτά δεν την αγγίζουν
πώς άλλωστε πίσω από τζάμια
μέσα από γρίλιες
ανάμεσα από κάγκελα
πηδώντας ορόφους

έφτασε στο σταυροδρόμι
στη βάση των φαναριών
ένα παιδί μαυριδερό και άπλυτο
αφυδατωμένο και λεπτό σαν πέτσα
προσπαθούσε μάταια να σύρει ένα καρότσι
μια σκιά ενός παιδιού
τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν
σιωπή
ένας αέρας φύσηξε
ακούστηκε ο κρυστάλλινος θόρυβος
αμέτρητα γυάλινα θραύσματα
που τα παράσερνε ο αέρας
το παιδί παράτησε το καρότσι
κοίταξε τριγύρω του σα να ψάχνει κάτι
έπειτα κινήθηκε αργά προς μια μεριά
σήκωσε μια παρατημένη ψάθινη σκούπα
και την έδωσε στη γυναίκα
τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν
σιωπή

άρχισε να σκουπίζει τα γυαλιά
να τα μαζεύει στην άκρη του δρόμου σε σωρούς
μαζί να έρχεται και ο κρυστάλλινος θόρυβος
αμέτρητα γυάλινα θραύσματα
αμέτρητοι δρόμοι
να σκουπίζει θραύσματα
όλη τη νύχτα

το παιδί εν τω μεταξύ έφυγε
βρήκε δύναμη και ρέγουλα
να τσουλάει το καρότσι του
να βρίσκει το μονοπάτι του
σε λίγο τελείωνε και αυτή με το σκούπισμα
σε λίγο ξημέρωνε
ακούστηκε από μακριά ο ήχος του  φορτηγού ανακύκλωσης
που περνούσε από τους άδειους δρόμους
να μαζεύει τους σωρούς από θραύσματα
ήταν η ώρα να γυρίσει στο σπίτι
φορτηγό ανακύκλωσης
δεν απελπίστηκε
γύρισε πίσω στο δρόμο να βρει τις γόβες της
να βάλει τα ματωμένα πόδια της μέσα στις γόβες της
ήξερε πια τώρα πώς σκουπίζονται τα θραύσματα
ήξερε ποιά είναι η αίσθηση να βάζει τα ματωμένα πόδια της μέσα στις γόβες
τις φόρεσε και πήρε το δρόμο για το σπίτι

ξημέρωσε
μόλις μπήκε στο σπίτι της
έβγαλε τις γόβες της
περιποιήθηκε τις ταλαιπωρημένες πατούσες της
έβαλε το γνωστό νυχτικό της
ξάπλωσε στο κρεβάτι
η σκέψη της πήγε για λίγο στο παιδί
ποιά κατεύθυνση πήρε
ποιό ήταν το μονοπάτι του
τί είχε στοιβαγμένο μέσα στο καρότσι του

δεν αναρωτήθηκε πολύ
είδε έξω τον ήλιο να ξεπροβάλλει πάνω από την πόλη
και έκλεισε τα μάτια της να ξεκουραστεί










Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013

#12- (χαϊ-χου από εποχές ανύπαρκτες vol. 4)


*

μανάρι βάλ' τα ρούζια σου
βουτιά μες τα καρπούζια σου



**

μη διστάσεις να μπεις

αλλά
αν σφηνώσεις
τραβήξου



***

όταν το γυαλό συναντήσεις
να 'σαι σίγουρος ότι στραβά αρμένισες



***'

όταν το γυαλό συναντήσεις
να 'σαι σίγουρος ότι πατώνεις



***''

τους Λαιστυγόνες και τους Κύκλωπες
να μην τους ντολμάδες



****

Ζυγίζονται τ' αγγούρια;



*****

παρακοιμήθηκα στη σκιά
ξύπνησα στον ήλιο

κωλομέρι τίγκα στην αγελαδίτσα



******

ενός ψέμματος μύρια έπονται
μιας αλήθειας μύριες έπονται
κάντε σεξ όχι διάλογο



*******

Να ζει κανείς ή ναζί και να μην ζει;



********

Πάσχο απώ τω σοίνδρωμω του Μαισήα

Ύμε ω Μαισοία







Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

#9- (ιστορίες για αγρίους)

...


- Αυτό περίπου είναι, τα δικά σου ακόμη πιο ψηλά είναι, που έχω εγώ την τραπαρία στο...
- Ναι...
- ...στο σαλόνι...
- ...πιο ψηλό είναι...
- ...πιο ψηλό είναι, μ'αρέσουν μονά, πιο ωραία είναι...
- Αυτό λέω, τις τραπαριες τότε τι ήθελα και τις έκανα...
- Πού ξέρω γω...
- ...και, και είναι ωραίες.
- Κουρτίνα δεν είναι; Ένα φύλλο είναι;
- Ένα φύλλο είναι εδώ και ένα φύλλο είναι εκεί.
- Ίδια είναι;
- Ίδια είναι.
- Σ'ένα παράθυρο ταιριάζουν.
- Εσένα. Αλλά σε ποιό να το βάλεις;
- Κρεβατοκάμαρα.
- Η κρεβατοκάμαρά μου μια χαρά κουρτίνα έχει. Μ'αρέσει έτσι...
- Ωραία είναι.
- Άστ' ας βρίσκονται, καμιά φορά δεν ξέρεις τι γίνεται...
- Επιπλέον πλύσιμο και σιδέρωμα είναι...
- Επιπλέον, και σκοτεινιάζει...Έπειτα, μια φορά, ξέρεις, έχει εδώ και τρία χρόνια που δεν τα σηκώνω. Και εκείνο, πώς έγινε, καλοκαίρι ήταν, ετοιμαζόμουν, έκανα δουλειές για το καλοκαίρι και κατέβασα τις κουρτίνες να τις πλένω και λέω "τις τραπαρίες γιατί να τις βάλω; όλη μέρα τα παράθυρα είναι ανοιχτά".
- Ιδίως το καλοκαίρι...
- Όλα, ναι. Εμείς κι αυτό είναι ανοιχτό, όλα, τα πάντα.
- Τι καλά εσένα, πέρνα το στο αυτό και άστο, ε;
- Πού;
- Πού τα περνάς αυτά;
- Όχι, έχει...
- Γαντζάκια;
- ...γαντζάκια, τα οποία είναι αυτά, είναι ραμμένα πάνω...
- Ναι;
- Με τα γαντζάκια το πλένω, και μετά εκεί ανάμεσα, ξες...ξες τι εύκολα που μπαίνουν οι κουρτίνες; Δεν σκέφτομαι πια κουρτίνες καθόλου. Εκεί ανάμεσα ένα-ένα γαντζάκι, τκ-τκ-τκ-τκ-τκ, αμέσως περνάνε.
- Α, είναι αυτό;...έχει μέσα...
- Έχει μέσα αυτό και περνάει αμέσως.
- Μάλιστα.
- Οι τραπαρίες, όμως, περνάνε μέσα σ' εκείνα τα θηλικάκια...
- Α, ναι...
- Αλλά κι εκείνα μπαίνουν εύκολα. Δεν τα βγάζω ούτ' εκείνα και τα πλένω μ' εκείνα μαζί...και ούτε και τα σιδερώνω αυτά...
- Ε, το χρόνο μια φορά...
- Τραπαρίες κακώς κάνουμε στα σπίτια. Τέλος πάντων, ωραίες κουρτίνες είναι κι εκείνες. Εάν είχα έν' ακόμη μεγάλο φύλλο, θα μπορούσα να τα άλλαζα δηλαδή να έβαζα ένα εδώ κι ένα...
- Το ίδιο δε βρίσκεις;...τώρα βάζουνε ένα άλλο χρώμα-ένα άλλο χρώμα...Όχι, εγώ βάζω τ' αυτά, και τι να τα κά', τα έχουμε...Ας παν να κάνουν, τα πλεκτά μ'αρέσουνε...
- Όμορφα είναι, γιατί τι;
- Εκεί που θα κατεβάσω, να το πλένω, να το βάλω, 'στε κρεμάω το άλλο...Την Κωκώνα είπα "Αυτό πρέπει, το χειμώνα πάρε και αυτά που σβήσανε κέντησέ τα μου.
- Καλέ, εκείνο το αυτό, που η Κωκώνα το κέντησε...
- ...τραπεζομάντηλο;
- Ναι, ναι...το γύρω-γύρω τι να το κάνω, σκέφτηκα, και το έχω κι έξω κιόλας...
- Δε ράβουνε ραμμένο;
- Είναι αυτό περασμένο...


...


- Αυτό έχει...Και είναι, κι έχουμε ένα αυτό, επίσης...στη Συμέλα τα είχε κάνει δύο καρεδάκια.
- Α, δεν ειν', είναι...
- Κατάλαβες;
- Σε κοπτοράπτη είναι.
- Τί να κάνουμε εδώ για να μπορούμε να το στρώσουμε; Δε θέλω ούτε δαντέλες, ούτε τίποτα. Ένα απλό γαζί, κάτι...
- ...μονό...(σιωπή)...και τις γωνίες τις έχει κάνει...κάπως...
- Κι άμα το στρώσουμε έτσι, τι, πειράζει;
- Ε, θέλει...γααα...αν δεν θέλει...
- Ναι, λέω, και αν το στρώσουμε έτσι, τι πειράζει;
- Και ότι γίνει, πρέπει...και δαντέλα και να βάλεις...
- Όχι, δε θέλω...
- ...πάλι πρέπει να το ράψεις...
- ...έν' απλό γαζί.
- Να το κάνουμε, άμα γαζώνει αυτό...πρώτα ένα τρύπωμα θέλει...γιατί τώρα είναι κοπτοράπτη και δε ξεφτάει αυτό. Δε 'ν' ανάγκη να διπλώσεις...μέσα. Με κατάλαβες;...Και ωραία χρώματα έχει.
- Άμα δε ξεφτάει, το πλένω και το στρώνω έτσι πως είναι και τέλος.
- Όχι, έτσι πως είναι, δε...ένα γαζί θέλει...να, έτσι...γαζί και...ωραία χρώματα έχει...Μπράβο την Κωκώνη.
- Και τον καρέ που έκανε, και 'κείνο είν' ωραίο.
- Και 'γω εχω έναν καρέ...μέσα δεν έχει τίποτα;
- Πώς δεν έχει, καλέ;
- Μόνο γύρω-γύρω είναι;
- Όχι...δεν το...
- ...θα το γαζώσουμε...Ααα...
- Εεε;
- Ωωω, ναι...
- Είναι όμορφο.
- ...πολύ όμορφο...το έχει πολύ ωραία χρώματα και ταιριάζουνε με τα χαλιά σου. Θέλει γαζί, ένα πλύσιμο και...
- ...και στρώσιμο...
- ...σιδέρωμα...ε, ας το κάνουμε αύριο.
- Πού 'α το κάνεις αύριο;
- ...αν γαζών' η μηχανή...να το τρυπώ'...πρώτα τρύπωμα, για να γίνει ίσιο, θέλει να το τρυπώσουμε. Δεν ξέρω η μηχανή σου αν γαζώνει. Αν δε γαζώνει, να το πάρω να το γαζώσω στο χωρίο.
- Και έχω και το αυτό. Και εκείνο είναι όμορφο..αλλά...
- Τι;
- ...και δεν ξέρω και κανέναν εδω γύρω να τα δώσουμε...
- ...έτσι θέλει...μάλιστα...Φέρε να το πάω με την ησυχία μου στο χωριό να το κάνω...Μ'αρέσουν τα πολύ ωραία χρώματα έχει...
- Ναι, έχει ωραία.
- Ένα ατμοσίδερο θέλει...


...


- Εκείνο δε μπόρεσα ποτέ να καταλάβω, η Κωκώνη μ' εκείν' τα μάτια πώς τα 'κανε.
- Δαντελίτσα ψιλό, δε θέλεις;
- Όχι, όχι δε θέλω...
- ...να, έτσι...Και αυτό εκείνη το κέντησε;
- Ναι, καλέ!
- Σώπα βρε!
- Κοίτα, αυτό είναι έτοιμο.
- Σώπα βρε! Μπράβο την Κωκώνη...
- Το γύρισε κιόλας. Η Κωκώνη το γύρισε.
- Α, είναι γυρισμένο;
- Ναι, ναι, νάτο. Κοίτα...
- Μμμ...και αυτό θέλει γαζί όμως.
- Μ'ένα ραμμένο είναι;
- Εγώ νομίζω είναι ραμμένο στο χέρι.
- Ραμμένο είναι, αλλά τώρα δεν είναι γυρισμένο από 'δω.
- Α, μπορεί. Αυτή, φαίνεται, πριν το ξεκινήσει, το γύρισε από 'δω...
- ...για να μη ξεφτύσει, ναι...
- ...για να μη ξεφτύσει, ναι...
- Καλέ, τι ωραία πράματα έκανε...
- Και αυτό!
- Τώρα να τη δείξω και να την πω...
- Και αυτό, η Κωκώνη μου τα 'κανε.
- ...και να την πω "Κωκώνη, θέλεις σκέδια;"...Μπράβο της.
- Στην αρχή νόμιζε ότι την πήγα αυτό, μικρό και μου λέει "'κείνο μικρό είναι, φέρε μου άλλα".
- Ωραία στο 'χει κανει. Αυτό θέλει ράψιμο όλο.
- Ναι.
- Άστο να το πάρω να το κάνω...
- Εγώ λέω ένα γαζί όλα και, μην τα...ούτε δαντέλες, ούτε τίποτα. Αυτά τα δύο υποτίθεται θα τα έδινα στη Συμέλα.
- Κι εκείνο ωραίο είναι. Μπράβο την Κωκώνη...με τα στραβά τα δάχτυλά της...
- Μα, τί στραβά δάχτυλα...και τα μάτια...
- Βρε, εκείνη βλέπει καλά...
- Η Κωκώνη τα 'κανε αυτά.
- Πότε τα 'κανε;
- Τώρα και συ...
- Ολόκληρο τραπεζομάντηλο...
- Πριν παντρευτεί η Συμέλα...
- Θα πάρω και θα της πω "αν θέλεις σκέδιο"...
- Ποιά Κωκώνη, καλέ;
- Μία είναι η Κωκώνη στο Χερσο!
- Η γειτόνισσά μας.
- Α, πριν παντρευτεί ποιός;
- Βρε, η Κωκώνη τα έκανε!
- Η Συμέλα! Αλλα αυτό το είχε κάνει για μένα. "Φέρε να σε κάνω ένα τραπεζομάντηλο, φέρε, φέρε, φέρε..."...
- Πάντα με λέει "Ολ'τ'ς επήκα έναν τραπεζομάντηλο, την Πελαγία κι επήκα"..." Αμάν, Κωκώνη", λέω, "άσε μας"...Βάλτο σε μιά...άστο να το πάρω μαζί μου με την ησυχία μου...Να περνάει και η ώρα μου.
- Τί να περνάει η ώρα σου;
- Αλλά, αύριο θα δοκιμάσω τη μηχανή να δω πώς κάνει...
- Αυτή εδώ;...Η μηχανή καλά γαζώνει. Μήπως θέλει από κάτω...το λάστιχο της...μήπως είναι λασκαρισμένο, γιατί έχει ένα σύρμα που κρατάει το πετσί έτσι...
- Ναι, αλλά εκείνο φαίνεται. Άμα είναι λασκαρισμένο, δε γυρνάει...η ρόδα.
- Ναι. Γιατί έχω ράψει εγώ μ'αυτό...
- Άστα έξω. Τα παίρνω μαζί μου. Η δικιά μου η μηχανή κάπου σουφρώνει.
- Αυτό τώρα είναι λάσκα...λάσκα...είναι λάσκα...γιατί πόσο καιρό έχει η μάνα μου να το κάνει. Εγώ μόνος μπορώ να το μαζέψω, άμα χρειαστεί.
- Εγώ μπορεί να το φορτώσω και στην αυτηνα...
- Ποιό;
- Είναι αυτή, γαζώνει όμορφα. Στου Φωκά τη γυναίκα. Με κάνει και τις γωνίες όμορφα.
- Ναι καλέ. Ένα απλό γαζί, να μπορούμε να τα στρώνουμε.
- Θα το δώσω σε 'κείνη....ναι, θέλουνε...τώρα δεν ξέρω, μου φαίνεται...για κάποιο, πρέπει κάπου ψιλή δαντελίτσα να έχω.
- Όχι, βρε. Άσε...
- Και τα τρία, το ένα πιο ωραίο απ' το άλλο είναι. Αυτό παίζει να το στρώσεις το χειμώνα εδώ; Θα το δώσω την αυτή να μου το κάνει...Ίσιο γαζί να κάνει...Όπως είναι στα ριχτάρια, οι γωνίες δεν έρχεται έτσι;....Αυτά...τι κάνουμε...τώρα ο ύπνος μου έφυγε. Πώς θα κοιμηθούμε απόψε;


...






Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2013

#8- (χαϊ-χου από εποχές ανύπαρκτες vol. 3)

*

του Κίτσου η μάνα κάθουνταν
και κάθουνταν
και κάθουνταν
και κάθουνταν
και κάθουνταν
και κάθουνταν
...............................................................



**

γιατί ποτέ το αυτό δεν είναι



***

(καβάφης)

αν θες πραγματικά να φτασεις στην Ιθάκη
πάρε τον εύκολο δρόμο


***'

αν θες τον δρόμο
προφασίσου μιαν Ιθάκη



***''

αν σημασία για σένα έχει ο δρόμος
πάρε δρόμο



***'''

πήρα δρόμο και δρομάκι
για να φτάσω στην Ιθάκη



***''''

αν θες πραγματικά να πας στην Ιθάκη
σε νοιάζει πως θα πάς;



****

τελευταίοι χτύποι
σιωπή
προσωρινό ρήμαγμα
ρήγμα



*****

πόσο δύσκολο είναι νομίζεις
να κάνεις αυτή την τρύπα στο νερό;







Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013

#6- (χαϊ-χου από εποχές ανύπαρκτες vol. 2)

*

όσα δε φτάνει η αλεπού
τα κάνει κρεμαστάρια
είδε κι απόειδ' η καψερή
και τρώει μόνο ψάρια



*'

όσα δε φτάνει η αλεπού
τα κάνει αγουρίδες
βαρέθηκε να καρτερεί 
και φεύγει για Μαλδίβες



**

verba volant
scripta mutant



***

όταν κάτι αρχίζει αδιάφορα
περίμενε
θα το συνηθίσεις



****

ο παπάς ο παχύς έφαγε...

...την αλήθεια, παπά μου...



*****

τι πάει να πει δε θες;

μήπως δεν μπορείς;





Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2013

#5- (χαϊ-χου από εποχές ανύπαρκτες)

*

- μ'ακούς
- σε βλέπω
- με νιώθεις
- σε μυρίζω
- με γεύεσαι
- τώρα σ'ακούω




**

γλυκιά αδράνεια, κάθε βράδυ

γλυκιά αδράνεια, κάθε βράδυ, την ίδια ώρα




***

ταρώ του έρωτα




Πέμπτη 29 Αυγούστου 2013

#4- (σκηνές της πόλης)

έβαλε τις γόβες και βγήκε
η πόλη έρημη
σήμερα θα κατηφόριζε το μεγάλο δρόμο
ο ήχος από τις γόβες της
έμοιαζε ανατριχιαστικός σε τόση σιωπή
μόνη
αυτή και οι γόβες της
και το σταθερό της βήμα

μπροστά σε κάτι σκουπίδια
αιλουροειδή κατασπάραζαν
ένα κέρινο ομοίωμά της
ο ήχος από τα τακούνια έπαψε
γύρισε το κεφάλι της
το βλέμμα της έγινε εκτυφλωτικό
γέλασε δυνατά και προκλητικά
τα αιλουροειδή μείνανε να την κοιτούν
με μάτια γουρλωμένα από φρίκη
απορία και φόβο
σταδιακά το γέλιο της έπαψε
και συνέχισε το δρόμο της

με το ίδιο σταθερό βήμα
έφτασε στο σταυροδρόμι
τα φανάρια λειτουργούσαν
διευθετώντας μια κυκλοφορία ανύπαρκτη

σε μια γωνία είδε τον καθρέφτη
κοντοστάθηκε για λίγο
έπειτα τον πλησίασε
με μια σιγουριά όλο δισταγμό
και αντίκρυσε το είδωλο

κοιτάχτηκε
το γυμνό της κορμί
οι γόβες της
απόρησε που είδε το βλέμμα της
σχεδόν μελαγχολικό
εγκαταλελημένο
άγριο και αποφασιστικό
κουρασμένο
ένα ρεύμα αέρα της μπέρδεψε τα μαλλιά
της χάιδεψε τις μουνότριχες
μέσα στην έρημη πόλη
ήταν καιρός να συνεχίσει τον κατήφορο

κοίταξε νότια
ήξερε ότι δεν ήταν μόνη στην πόλη
αυτή και τα αιλουροειδή
ήξερε ότι σε αυτό τον δρόμο
στον αριθμό τάδε
θα φόραγε μια λευκή ρόμπα
να ξανακρύψει τη γύμνια της προσωρινά
και θα ανηφόριζε τα σκαλοπάτια της οικοδομής
ήξερε ότι εκεί ο Άντρας με τα Άσπρα την περίμενε
καθισμένος σε μια παλιά πολιθρόνα
να του κάνει λίγη παρέα
στην αμείλικτη νέα σελήνη
πριν ολοκληρωτικά ξημερώσει

έτσι κι έγινε
κατηφόρησε
κρύφτηκε
συναντήθηκαν
αντάλαξαν σιωπηλές κουβέντες
ηχηρές σιωπές

όταν ο Άντρας με τα Άσπρα αποκοιμήθηκε γλυκά
στην πολυθρόνα του
αυτή κατέβηκε τη σκάλα
με το ίδιο σταθερό βήμα
άφησε τη λευκή ρόμπα κρεμασμένη
στο πόμολο της εξώπορτας
και ανηφόρισε το δρόμο για το σπίτι

στη διαδρομή
για λίγο χάθηκε σε σκέψεις
μόνη με τις γόβες της

τα φανάρια πια δεν λειτουργούσαν
ο καθρέφτης δεν ήταν εκεί
μάλλον εκλάπη
τα αιλουροειδή είχαν αφήσει
μόνο ένα μάτι να είναι ακέραιο στην άσφαλτο
ανάμεσα στα σκουπίδια
ο ήχος από τις γόβες έπαψε και πάλι
γονάτισε και πήρε το κέρινο μάτι της
στο αριστερό της χέρι
και συνέχισε τον ανήφορο
η πόλη έρημη
μόνη

όταν έφτασε έξω από το σπίτι
είχε σχεδόν χαράξει
μπήκε και ακούμπησε το κέρινό της μάτι στην κονσόλα
πάνω σε ένα παλιό σεμέν
έβγαλε τις γόβες
που τόσο την κούρασαν
που τόσο την κολάκευαν
έβαλε ένα ριχτό νυχτικό πάνω της
και ξάπλωσε στο κρεβάτι της ξεκουραστεί